| [B][align=left]Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ
Μη με ρωτήσετε γιατί είμαι λυπημένος. Στα χείλη λείπει το πλατύ χαμόγελο. Άλλοτε έσφυζε από ζωή κι έλαμπε στον ήλιο του πρωινού. Τώρα η σιωπή κρατάει τα σκήπτρα. Η αφέντισσα απουσιάζει απ’ τη ζωή. Δεν συγχρονίστηκαν τα ρολόγια μας. Οι λεπτοδείκτες έμειναν αγκιστρωμένοι σε περασμένα λεπτά. Το μυστικό δεν προδόθηκε. Ούτε και η απλή κουβέντα περί του έρωτα. Ήμουν μικρός, παρθενικός κυνηγός και κρατούσα το δίκαννο παραμάσχαλα. Μπουμπούνιζα άλλοτε τις επιθυμίες μου κι άλλοτε αυτό που μισούσα, το επεδίωκα. Η αρχόντισσα πέρασε απ’ τη ζωή μου κι έφυγε με την ίδια ταχύτητα. Ήπιαμε μόνο έναν καφέ στα πεταχτά. Κράτησα τις μυστικές ενώσεις της παρουσίας της, κλειδωμένες στο στόμα. Τώρα περιμένω. Τριάντα χρόνια περιμένω το παράλογο. Ζήλευα το θάνατο, αποτυπωμένο στα πεζοδρόμια. Σκουλήκια πατημένα, λιωμένα, ν’ αργοπεθαίνουν. Επάνω τους, το αποτύπωμα απ' τις σόλες της. Έτσι περίμενα τον Παράδεισο, στρωμένο με ροδοπέταλα και κόκκινα χαλιά. Να φύγω μια ώρα αρχύτερα επιθυμούσα. Έσταζε ένα δάκρυ λύπησης όταν κοιτούσα τα χείλη να σμίγουν. Ζήλευα το φιλί, τη συνουσία και το κορμί της. Ξυπνούσαν οι αισθήσεις του σώματος και τα όργανα έπαιζαν μελωδίες. Η αφέντισσα τα γεύτηκε όλα, μέχρι που τα σιχάθηκε. Στα χέρια της πέρασε η εξουσία του κόσμου ολάκερου. Μ’ ένα φιλί κι ένα αστραπιαίο βήμα, κατέκτησε την πλάση. Η δύναμή της, ανυπολόγιστη, αμέτρητη. Μπορούσε να ισοπεδώσει το βασίλειό της κι ύστερα να χτίσει έναν καινούργιο κόσμο στο πέρασμά της. Συνήθισε να λατρεύεται από εκατοντάδες πιστούς. Έγινε Θεά και Αγία. Αποτύπωσαν το κορμί της σε χιλιάδες πόζες. Έλιωσε αμέτρητα ζωύφια. Μίσησε και αδίκησε, αλλά λατρεύτηκε και αγαπήθηκε. Αυτό μετράει. Κι όταν χτυπούσε επίμονα το τηλέφωνό της, το έκλεινε προς χάριν της συζήτησής μας. Το δικό μου, αγνοώ που το έχω παρατημένο. Θα χαιρόμουν να το έβλεπα κομμάτια, κάτω απ’ τα πέλματά της. Θα επιθυμούσα να προσκυνήσω κάθε εκατοστό του κορμιού της. Θα της ζητούσα ευχαρίστως, να τελειώσει τη ζωή μου, μ’ ένα της βήμα. Απλά θα πίεζε το λαιμό μου με δύναμη κι ας ήταν ετούτες, οι τελευταίες κουβέντες μου. Δεν είχα άλλωστε να μεταφέρω απ’ τη συνείδηση κάτι νεότερο. Κάνω ανακύκλωση των λεγομένων μου, εξασκώντας την υποταγή μου. Παίρνω το μολύβι και γράφω, αντί να ουρλιάξω. Αντί να φωνάξω με μίσος, να βρίσω, να πιω το δηλητήριο. Θα κοιμάμαι λίγο πιο ήσυχα τις νύχτες. Τραβώντας με δύναμη την τελευταία ρουφηξιά του τσιγάρου, πριν το λιώσω στο σταχτοδοχείο. Η τελευταία τζούρα είναι και η πιο καταστρεπτική, σε πεθαίνει. “Απλά, όπως πεθαίνει κανείς, απλά...”
γιώργος_κ[/align][/B]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 13 Στα αγαπημένα: 2
| | | | | | |
|