|
ΙΙΙ
(Το έλλειμα της καρδιάς)
Στον ουρανό ανέτειλε ο νιογέννητος ήλιος
μετρώντας την παγωνιά της ορφάνιας του
και συ γλιστρώντας στην άβυσσο των ονείρων σου
πίσω από τον ίσκιο παλιάς Κυριακής
μέτραγες των ναών τ’ ανεξίθρησκα-
χωρίς θυμιατά κι εξαπτέρυγα-.
Με ποιες Λερναίες Ύδρες να σημαδέψουμε τ’ απογεύματα?
Των Βυζαντινών το γλυκοχάραμα το ζωγραφίσαμε νωρίς
με ανεξίτηλες γραφές και χρώματα, απ’τα χασμουρητά των φεγγαριών
σε λιγνά τοπία με αμυδρές ανταύγειες,
σε θολά ποτάμια κάθετων πεδιάδων.
Γονατίσαμε στο βάρος της προσευχής
και πριν της αυγής την μετάνοια, πελεκήσαμε
τα γιγαντιαία όχι για τον ερχομό του θάνατου
με της θάλασσας το περήφανο αγκομαχητό
με των νησιών τα πέδιλα στων άνεμων τις ανακωχές.
Αθώοι βράχοι, αμόλυντο φως, Μάνα που δάκρυζες.
Και οι έφηβοι
των αρχαίων τ’ αγάλματα
οι θνητοί
να γνέφουν στο περήφανο γέλιο της δύσης.
Με τη λύτρωση
ν’ αγναντεύει στ’ απόμερα σοκάκια της καρδιάς.
Με την αρματωσιά της Μπουμπουλίνας
να δείχνει τα πέλαγα, ρήγματα πλοίων στις φουσκοθαλασσιές,
κι ακρωτήρια που μίκραιναν
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|