| Με λιονταριού καρδιά, ο Ηρακλής, τη θάλασσα νικάει
μα το κουπί στα χέρια του απ’ την ορμή λυγάει
σκύβει η Αθηνά στον ώμο του και του χαμογελά
θα σπάσει…του ψιθύρισε, λίγο πιο μαλακά…
Μα ο ήρωας την κοίταξε στα γαλανά της μάτια
και η καρδιά του σχίστηκε και έγινε κομμάτια…
Πιο δυνατά το λύγισε για να τον καμαρώσει
που ως τώρα αγωνίστηκε χωρίς να την προδώσει...
Ήμουν μονάχος, ορφανός, σοφία όταν ποθούσα
μια κουκουβάγια αντίκρισα κι αιώνες ξεδιψούσα
ήρθα πάλι στο σήμερα κι απ' την αρχή διψώ…
Ποια είσαι εσύ που ορφάνεψες τις μυστικές μου ώρες;
ποια είσαι εσύ που έκλεψες τις ψεύτικες χαρές;
Στα μάτια μου σαν κρύφτηκες μες το σκοτάδι είδες
είδες την ψεύτικη ζωή που ανόητα περνώ
και με τα χέρια σου άγγιξες τις δυο μου παρωπίδες
τις τράβηξες και μου 'δειξες κόσμους που αγνοώ.
Κουπί ζητά ο μαχητής κι ο μυστικός προπονητής
τα σκηνικά μες τη ζωή ξέρει πώς να τα στήνει
σενάρια γραφτήκανε, τα όνειρα σβηστήκανε
τρόμους θα σβήσω και σκιές που απείλησαν το χθες.
Στην άμμο ήταν πρόχειρες αιώνων φυλακές...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 8 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|