| Απλώνει χέρι ο στεριανός τη θάλασσα να πιάσει
Πανί μαντίλι του κουνά η άνοιξη σα φεύγει
Λουλούδια τρώει σα πεινά, κρασί να ξεδιψάσει
Κι όταν το κέφι απλωθεί, μονάχη της χορεύει
Ματώνει ο ήλιος φεύγοντας, κλείνει τα βλέφαρα του
Σ’ όλες τις θάλασσες βουτά, χωρίς να πάρει ανάσα
Πάνω σε κάποια αμμουδιά, κοιτάς τα βήματα του
Πίσω απ’ τα μαύρα σου γυαλιά, που έρωτες χορτάσαν
Στάξε της, άνοιξη γλυκιά να ‘χει τα χρώματά σου
το άνθισμά σου το στερνό, στα μάτια να χωρέσει
Δροσοσταλιά στα χείλη της να ‘ναι η αναπνιά σου
Το άρωμα σου στα μαλλιά, μαντίλι να φορέσει
να φύγει καθώς φεύγουνε να έρθει σα θα ‘ρθούνε
το βλέμμα που στα σύννεφα, τυλίχτηκε του Μάη
με τα πουλιά να μπλέκεται, που σιγοτραγουδούνε
και στο δικό της την αυγή μια στάλα αν χωράει
σβήνει η μέρα και ξεχνά τα αστέρια της να απλώσει
η νύχτα που φεγγοβολά και μοναχή ας στέκει
μια εποχή που νύχτωσε άλλη θα ξημερώσει
θαρρώ ο Ιούνης έρχεται μονάχα γιατί πρέπει
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|