| Η Εύα ήπιε το γάλα της με κακάο και θλίψη
φόρεσε τα καλά της για τη δουλειά
κι εκείνο το χαμόγελο παράπονο
δεν έφαγε το μεσημέρι την τυραννούσε
ένα σκουλαρίκι καρφωμένο στη σκέψη της
μια λάμψη στα μάτια της που δεν είδε κανείς
είκοσι χρόνια ορφανά και τις πρωτοχρονιές
αντί για κάλτσα με δώρα μια άδεια καπότα
όχι βασιλόπουλο πια κρεμασμένη στο παράθυρο
το απόγεμα έκανε έρωτα με τον εαυτό της
μια λάμψη στα μάτια της που δεν είδε κανείς
πηδούσαν προβατάκια εκείνη τη νύχτα έβρεξε
βυθιζόταν σε ζεστές κουβέρτες σχιζοφρένειας
ασφάλεια που δεν καλύπτει καμιά εταιρεία
γελούσε στον ύπνο της ανάσαινε τον γλυκό αέρα
πάντα θυμόταν να ‘θελε να ‘ταν αλλιώς τώρα πλήρωνε
σινεμασκόπ στα όνειρα της τα στήθη της μανούλας
βράδυα χαμένα από τότε αναίτια
όπως όλα τα πράγματα που πονάνε
το φορτηγό που τη σκότωσε κουβαλούσε μελαγχολία
μια λάμψη στα μάτια της που δεν είδε κανείς
ο νοσοκόμος βιάστηκε να τα κλείσει
στον τόπο του ατυχήματος να μ’ αγαπάς
ήταν που βρήκανε μετά την πεταλούδα να μ’ αγαπάς
με τα όμορφα μαβιά φτερά να μ’ αγαπάς
να μ’ αγαπάς, αγόρι μου, να μ’ αγαπάς
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|