Πήγα ένα Σαββατοκύριακο στο χωριό που μεγάλωσα και δεν βρέικα κανένα παιδί να παίζει έξω στους δρόμους κατα παράξενο για μένα λόγο....σε μια καφετέρια έφεραν ιντερνέτ και όλα τα παιδιά του χωριού αλλά και οι μεγάλοι ήταν καθηλωμένει σε ενα παιχνίδι γνωστό
Νόμβρης κι άναψα φωτιά τα ξημερώματα
σε μια αλάνα που σεριάνηζα μικρός
σκιές φαντασματα γεμήσανε τα δώματα
και καβαλάρις του θανάτου ο καιρός......
Η παιδική μου η χαρά χωρίς τραμπάλες
χωρίς παιδία που ξεσηκώναν το χωρίο
δεν σπάνε πλέων τα παράθηρα οι μπάλες
κι ερημιά μου σαν σκυλί μοναχηκό....
Σε μια οθόνη όλη μέρα και σκοτώνουνε
αλλάζουν όπλα ξιφολόχες και στολές
άδειες πλατείες που τις μνήμες ξερηζώνουνε
γεμάτη αίμα η ζωή και ενοχές....
Στράβωσε άσχημα του χρόνου η πορία
μαστιγωμένα στη βροχή τα ονειρά μας
έχει χαθεί κάτι που λέγαν φαντασία
κι έτσι ξεφλούδησε στον ήλιο η γενιά μας.........