Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132731 Τραγούδια, 271224 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Το ημερολόγιο ενός πολέμου (μέρος Ά)
 
Ημέρα Πρώτη -330 π.Χ.- Συρία- Σεχραζάντ.

Οι μέρες κυλάνε και τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Ο εχθρός φτάνει συνεχώς και πιο κοντά. Ο άντρας μου δεν λεχει γυρίσει και εγώ φοβάμαι για τη ζωή του. Εάν δηλαδή ακόμα ζει. Το παιδί μας θα γεννηθεί από στιγμή σε στιγμή και κάτι μέσα μου, μου λέει οτι δε θα προλάβει να γνωρίσει τον πατέρα του. Μακάρι τίποτα από όλα αυτά να μη βγει αληθινό. Μακάρι να γυρίσει και όλα να γίνουν όπως ακριβώς και πριν.

Από παντού έρχονται νέα άσχημα. Η μια πόλη πέφτει ύστερα από την άλλη, πριν προλάβει η μια χώρα να υποκύψει η άλλη έχει ήδη παραδωθεί, Είναι τρομεροί πολεμιστές αυτοί οι Έλληνες. Άκουσα οτι ο αρχηγός τους είναι γιος κάποιου θεού. Η μάνα μου δεν το πιστεύει όμως εγώ το πιστεύω.

Τον είδα από μακριά. Τα ξανθά του μαλλιά έλαμπαν κάτω από τον ήλιο και το ηλιοκαμένο κορμί του έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από μπρούντζο, καμωμένο από τον πιο επιδέξιο γλύπτη. Η στολή του ήταν όλη ασημένια και από κάτω φαινόταν ο άσπρος του χιτώνας ραμμένος από το πιο καλό ύφασμα της Αιγύπτου. Καθόταν πάνω στο λευκό του άλογο περήφανα και περνούσε ανάμεσα μας σαν να πήγαινε βόλτα, σα να είχε ξεχάσει πως πριν από λίγα λεπτά είχε ζητήσει από το βασιλία μας να του παραδώσει τη χώρα του. Και παρόλο πυ όλοι γνωρίζαμε πως αυτός ο άντρας θα ήταν η αιτία πολλών συμφορών για εμάς όλοι θαυμάζαμε την αρχοντιά του και άκουσα κάποιους άντρες να ψιθυρίζουν πως αυτός, ο βασιλιάς της Ελλάδας, ο Αλέξανδρος, είναι σίγουρα απόγονος του μεγάλου τους θεού, του Δία.

Κάθε μέρα φέρνουν άντρες πληγωμένους και άλλους νεκρούς. Μώλις τους φέρνουν όλους οι γυναίκες πάνε να τους δού, να τους αναγνωρίσουν. Οι πιο τυχερές βρίσκουν τους άντρες τους ανάμεσα στους τραυματίες. Οι υπόλοιπες στους νεκρούς. Κάποιες βέβαια φεύγουν χωρίς να γνωρίζουν που είναι οι δικοί τους. Ξέρουν μόνο πως δεν είναι ανάμεσα σε αυτούς που βρέθηκαν και ελπίζουν πως είναι ακόμα ζωντανοί και όχι απλά νεκροί σε κάποιο σημείο που κανείς δεν τους είδε. Κάθε μέρα πήγαινα και εγώ και σαν τρελή έψαχνα να δω μήπως ανάμεσα σε αυτούς τους δύστυχους ήταν και ο άντρας. Κάθε φορά που έφευγα ανακουφισμένη χαιρόμουν βέβαια για εμένα αλλά η καρδιά μου σκίζονταν στα δύο καθώς έβλεπα τις άλλες γυναίκες να βουρκώνουν, να σχίζουν τα ρούχα τους, να τραβάνε τα μαλλιά τους, να ρίχνωνται πάνω στα πληγωμένα κορμιά των πατερλαδω, συζλυγων, αδελφών ή παιδιών τους.

Τις τελευταίες μέρες δυσκολεύομαι. Η κοιλιά μου έχει μεγαλώσει πολύ. Φοβάμαι μη γεννήσω στο δρόμο και κανένας δε μου δώσει σημασία, λίγη βοήθεια. Όταν ήμασταν καλά όλοι ενδιαφερόμασταν για τους άλλους. Βοηθούσαμε ακόμα και αυτούς που δε γνωρίζαμε. Τώρα όμως ο καθένας κοιτάει πως να λύσει τα δικά του προβλήματα και δύσκολα ασχολήται με τους άλλους. Χειρότεροι και από τα ζώα έχουμε γίνει. Τουλάχιστον εκείνα δεν έχουν μυαλό. Εμείς όμως; Τέλος πάντων, την υποχρέωση μου να πηγαίνω και να βλέπω αυτούς που φέρνουν κάθε μέρα από το πεδίο της μάχης την έχει αναλάβει η μάναν μου. Έτσι το μόνο που εγώ μπορώ να κάνω είναι να περιμένω σ το παράθυρο μέχρι να τη δω να έρχεται.. Και κάθε φορά που τη βλέπω να μου κουνάει το χέρι από μακριά ανακουφίζομαι. Ξέρω οτι ο Ιμάντ έχει ακόμα μια μέρα ζωής. Μετά αρχίζει ένα νέο μαρτύριο για εμένα. Πρέπει να περιμένω υπομονετικά μέχρι το επόμενο πρωί με μόνη δύναμη την ελπίδα. Ελπίδα πως ο άντρας μου δε θα είναι ανάμεσα σε εκείνους που ο θάνατος επέλεξε να πάρει μαζί του.

Όταν το βράδυ ξαπλώνωψ και κλείνω τα μάτια μου, το σκοτάδι που απλώνεται μπροστά τους είναι το ίδιο με αυτό που επικρατεί σε όλη τη διάρκεια της ημέρας γύρω μου. Για εμένα δεν υπάρχει διαφορά πλεον ανάμεσα σε μέρα και νύχτα, το φως και το σκοτάδι. Ο ήλιος και το φεγγάρι είναι το ίδιο και μόνο όταν ο Ιμάντ επιστρέψει όλα στο σύμπαν θα πάρουν και πάλι τη θέση που τους πρέπει. Θυμάμαι τις βόλτες που κάναμε κάτω από τον καυτό ήλιο και τις γλυκές κουβέντες που ψιθύριζε στο αυτί μου κάτω από το φεγγαρόφωτο.Και ενώ όμως όλα αυτά θα έπρεπε να με γεμίζουν χαρά και αγαλίαση αντίθετα εγώ τα νιώθω σα μαχαίρι που κάθε μέρα μπήγεται και πιο βαθιά μέσα στην καρδιά μου καθώς είναι πια μακρινή ανάμνηση που ίσως και να μη ζήσω ποτέ ξανά.

Ημέρα Δεύτερη.

Χθες είχα φριχτούς πόνους. Το μωρό είναι σχεδόν έτοιμο να γεννηθεί. Η μαμή μου είπε οτι μπορεί να γεννήσω και σήμερα. Φοβάμαι. Φοβάμαι πως θα φέρω στον κόσμο ένα μωρό καταδικασμένο να ζήσει ορφανό σε μια πατρίδα υπόδουλη σε βαρβάρους. Και αν αυτοί μας πάρουν τις περιουσίες μας ή ακόμα χειρότερα μας κάνουν σκλάβους; Όχι, προτιμώ να σκοτ΄σω το παιδί μου και να σκοτωθώ παρά να το δω να παίρνει διαταγές από κατώτερους του.

Νιλωθω πολύ κουρασμένη όχι μόνο εξαιτίας της εγκυμοσύνης. Έχω μέρες να κοιμηθώ. Δεν είναι γιατί δε το θέλω. Το θέλω. Το χρειάζομαι. Αλλά όταν ξαπλώνω και δεν ακούγεται κανένας θόρυβος μέσα στο σπίτι, ακούγονται τα πάντα απ’έξω. Στην αρχή κάποιο σιγομουρμούρισμα που μοιάζει με το θόρυβο που κάνουν οι μέλισσες. Μετά το μουρμουρητό γίνεται ξεκάθαρος ψίθυρος ανακατεμένος με κλάμα. Τέλος μια κραυγή που δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο μέσα στα στήθια σχίζει το βαρύ πέπλο της νύχτας στα δυο και τρυπώνει μέσα στην κάμαρα μου. Και είναι τρομακτική αυτή η φωνή απελπισίας και πόνου αλλά είναι και μια κραυγή γεμάτη οργή και μίσος, μια κατάρα που θα φοβ’οταν ακόμα και θεός να ακούσει και κάθε άνθρωπος εύχεται ποτέ να μην πάρει πάνω του. Όμως αυτή η μάνα που της στέρησαν το παιδί της, αυτή η γυναίκα που της πήρε για πάντα ο Θάνατος τον άντρα της, η αδελφή που δε θα ξανακούσει τις γεμάτες αγάπη συμβουλές του αδερφού της και η κόρη που έχασε για πάντα το στοργικό χάδι του πατέρα της το μόνο που ζητάει είναι δικαίωση. Και η μόινη δικαίωση για αυτές τις γυναίκες είναι ο θάνατος του ανθρώπου που τους πήρα τον αγαπημένο τους. Οι κραυγές αυτές δεν ησυχάζουν, δε σωπαίνουν αλλά αντίθετα γίνονται πιο δυνατές και φτάνουν εκεί ψηλά στους θρόνους των θεών και τους διακόπτουν από τις ήσυχες κουβέντες τους και τους ανέμελους έρωτες τους και για ένα λεπτό σκέφτονται πως ίσως πρέπει να κάνουν κάτι για εμάς,για να μη χαθούμε ολότελα. Όμως γρήγορα το ξεχνάνε και βουλώνοντας τα αυτιά τους γυρνάν στις προηγούμενες ασχολίες τους αφήνντας μας να πεθαίνουμε, να μοιρολογούμε και να δυστυχούμε, Ακόμα όμως και όταν ο θρήνος σταματήσει, νωρίς το πρωί, όχι γιατί έχει πάψει να φωλιάζει ο πόνος μέσα στην καρδιά αλλά γιατί το σώμα έχει εξαντληθεί, ακόμα και τότε τις ακούω μέσα στο μυαλό μου. Κάθονται εκεί και δε μ’αφήνουν να ησυχάσω ούτε για ένα λεπτό, γιγαντώνονται και με κατατρώναι. Οι σκέψεις τελικά είναι ο φοβερότερος εχθρός όλων.

Αποφάσισα αν το παιδί γεννηθεί αγόρι να το ονομάσω Ιμάντ. Έτσι εάν αυτός δε γυρίσει ποτέ πάλι κοντά μου δε θα λείψει το όνομα του από το σπίτι μας.

Τα μεσημέρια που κάθομαι μόνη σκέφτομαι όσα ζήσαμε και κρυφός πόθος γεμίζει τα σωθικά μου. Θελω να τον δω ξανά, να νιώσω τη ζεστή του ανάσα πάνω στο λαιμό μου, τα κόκκινα χείλη του να φιλούν αχόρταγα τα δικά μου. Ποθώ το άγγιγμα, τη φωνή, το γεμάτο φλόγα βλέμμα του. Μου λείπει ακόμα και το μάλωμα του. Περιμένω να ακούσω τα βαριά του βήματα στη σκάλα και τη βαθιά του φωνή να λέει το όνομα μου. Σεχραζαντ, Σεχραζαντ, Σεχραζαντ.

Ο πόλεμος τον πήρα μακριά μου. Οι σκλοτούρες σκοτείνιασαν το βλέμμα του, έσφιξαν τα χείλη του και τράχυναν τη φωνή του. Ο φόβος μήπως η χώρα που τον ανέθρεψε και αυτός τόσο πολύ αγάπησε γίνει δούλα στα χέρια ξένων, ανελέητων εχθρών τον έκανε να ξεχάσει τη χαρά που άλλοτε του πρόσφερε η συντροφιά μου. Και ξέρω μέσα μου πως ακόμα και αν γυρίσει πίσω στο σπίτι του δε θαείναι όπως πριν. Γιατί ο πόλεμος αλλάζει τους ανθρώπους, τους κάνει πιο σκληρούς και λιγότερο συμπονετικούς, αφού ο άνθρωπος που έχει συνηθίσει το θάνατο δεν το φοβάται και δεν παλεύει να του ξεφύγει. Παύει δηλαδή να είναι άνθρωπος. Όμως αυτό εμένα δε με νοιάζει, δε με πειράζει φτάνει να ξέρω πως είνα ζωντανός και πως το βράδυ θα νιώθω δίπλα μου τη ζέστα του κορμιού του όπως και πριν. Τη ζέστα που μας θυμίζει οτι ήμαστε ζωντανοί, γιατί μόνο οι νεκρόι δεν την έχουν.


Ημέρα Τρίτη.

Το παιδί μου γεννήθηκε και είναι αγόρι. Η χαρά μου όμως δεν κράτησε για πολύ. Εξαντλήμενη όπως ‘ημουν με πήρα ο ύπνος και τότε είδα ένα όνειρο που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί. Είδα μια γυναίκα μέσα στα μαύρα να έρχεται στο κρεςββάτι μου κρατώντας το παιδί μου. Εγώ τρομαγμένη της ζήτησα να μου το δώσει και εκείνη άρχισε να γελάει με ένα γέλι τρομαχτικό που τρυπούσε τα τα αυτιά μου. Τότε ζήτησα να μάθω ποιά ήταν και εκείνη σηκώνοντας τα μάτια της πάνω από το βράφος μου είπε «Είμαι κάποια που δε τη θέλει κανείς γιατί κουβαλάω φορτίο ανεπιθύμητο. Είμαι αυτή που η δουλειά της είναι η πιο μαύρη και άχαρη απόόλες και είμαι αυτή που κλανείς δεν την καταλαβαίνει και δεν τη συμπονά.» «Και τι θέλεις από εμένα καταραμένη γυναίκα;» «Είμαι εδώ για να σου δείξω...» Και άπλωσε το χέρι της και μου έδειξε. Είδα μάνες να κλαίνε πάνω από ματωμένα κορνιά και άλλες να παρακαλάνε για κάπιο φάρμακο που θα γιατρέψει τα βλαστάρια τους. Είδα γυναίκες κουρασμένες που δεν είχαν άλλα δάκρυα και μαυροντυμνένες γυρνούσαν στα σοκάκια φωνάζοντας ονόματα ανδρών χωρίς να παίρνουν καμιά απάντηση. Είδα γ’εροντες να κλαίνε και παιδιά να κοιτούν απορρημένα χωρίς να καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Μετά σήκωσε πάλι το χέρι της και με πρόσταξε να δω αλλού. Και εγώ γύρισα και είδα άντρες να ρίχνωνται στη μάχη, σπαθιά να χτυπιούνται και βέλη να σχίζουν τον ουρανό και να κρύβουν το φως του ήλιου. Άκουσα τις άγριες φωνές των πολεμιστών και τις απεγνωσμένες φωνές των τραυματισμένων. Και με οδήγησε σε μια σκηνή και μου είπε να μπω μέσα. Και εγώ μπήκα. Είδα έναν άντρα βαριά πληγωμένο που κάτι σιγομουρμούριζε. Πλησίασα και είδα τον Ιμαντ να καίγεται από πυρετό, βουτηγμ΄ςνος στο αίμα, να φωνάζει το όνομα μου. Του έπιασα το χέρι και εκείνος γύρισε με κοίταξε, είδε το παιδί μας στην αγκαλιά μου, χαμογέλασε και είπε «Κάποτε θα γίνουν όλα όπως πριν. Σε μια άλλη ζωή δε θα υπάρχει πόλεμος και δυστυχία, ούτε θάνατος. Θα ήμαστε οι δυό μας, με το παιδί μας και θα ήμαστε ευτυχισμένοι και ασφαλείς.» Τότε ξαφνικά βρέθηκα πίσω στο δωμάτιο μου, μόνη με τη γυναίκα. «Απόψε σου δώθηκε δώρο που σε λίγες έχει δωθεί. Αυτό να το θυμάσαι.» Όταν ξύπνησα η μάνα μου είχε πάει να δει αυτούς που έφεραν από το πεδίο της μάχης. Όπου να’ναι πρέπει να έρθει.


Και μάνα σύντομα έφτασε μόνο που αυτή τη φορά δεν κουνούσε το χέρι από μακριά στην κόρη της που την περίμενε στο παράθυρο, μονάχα σκούπιζε τα μάτια της με το μαντήλι της και δεν τολμούσε να κοιτάξει ψηλά. Η Σεχραζάντ κατάλαβε και τότε μια κραυγή έσπασε το θόλο του ουρανού και τάραξε τους ξέγνοιαστους θεούς, τρόμαξε όλα τα πουλιά της πλάσης και έκανε κάθε καρδιά να ραγίσει. Και η κατάρα που ξεστόμισε δεν μπορεί να γραφτεί γιατί είναι σκληρ’ή, βαριά, ανθρώπινη από ανθρώπινη καρδιά.



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 4
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα. Ρίτσος
 
Φαληρέας
10-07-2007 @ 03:58
Μπράβο σου...
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
marakos1948
10-07-2007 @ 04:17
θαυμασιο! ::up.::
ftx
10-07-2007 @ 18:19
τι έγραψες ρε Today!
marakos1948
16-07-2007 @ 14:08
και πάλι ,μπράβο !

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο