| Και πίστευε ο άγιος.
Από κείνα που χε δει
πίστευε και για κείνα που δεν είδε.
Μα τον φόβιζε η ελευθερία.
Η ελευθερία του ανθρώπου
που αποδιώχνει το έλεος του θεού.
Και μαρτυρούσε η τρυπημένη καρδιά του
το μέλι και το γάλα που έρρεε στους παραδείσους
και μ΄αυτά έτρεφε κάθε πεινασμένο.
Σα μαθεύτηκε
έρχονταν όλο και πιο πολλοί
πεινασμένοι διψασμένοι τσακισμένοι
κι έπεφτε το βράδυ
τσακισμένος και κείνος
και δεν είχε λέξεις
παρα μόνο μια κραυγή
άκρατου πόνου.
Αχ Αχ Κύριε
Αχ κύριε πάρε εμένα
Τσάκισε εμένα
Χτύπησε εμένα
Μα γιάτρεψε τα παιδιά μου
Θρέψε τ' αδέρφια μου. Ανάστησέ τα!
Σπάραζε στο κύμα της αγάπης
που γινόταν μεγαλύτερο
τόσο που τσακιζόταν η καρδιά του τελείως
και έπλεε μετά στην απεραντοσύνη της Αβύσσου
δίπλα στον Αγαπημένο.
Κι όταν συνερχόταν πρωί
τον ξυπνούσαν οι φωνές τους.
Έκανε το σταυρό του κι έτρεχε.
Κι ήταν αυτός που υπέφερε κάθε τόσο
από απογοήτευση από ασθένεια από αδυναμία.
Και το βράδυ σα να τα ΄χε πάρει όλα τούτα πάνω του
-όλη τη λέπρα του κόσμου
έσβηνε προσευχόμενος:
Αχ Κύριε. Αχ Αχ Κύριε...
Και περάσαν έτσι τα χρόνια
κι ο άγιος εκείνος επέθανε
σε πολλές οδύνες
-κι αναπαύτηκε στη δόξα-
κι οι ταλαιπωρημένοι
πλήθαιναν στη γη
που αργοβολούσε να κάμνει αγίους
και δεν άντεχε πλέον το σύγνεφο του κόσμου
που όργιαζε ανταριασμένο
και κρέναν οι ζωντανοί στους πεθαμένους: 'τυχεροί'.
Κι αναγκαζόταν ο Κύριος
να κατεβαίνει ο ίδιος στα χαμηλότερα
να ξαναπερνά απ' τον Άδη
να ξανασταυρώνεται.
Σαν άλλος σίσυφος κουβαλούσε ξανά τον σταυρό
ξανα και ξανά
και δεν είχε πάντοτε την χαρά της αναστάσεως.
Γιατί ήταν εκείνο που φόβιζε και τους αγίους του
η άβυσσος η ελευθερία
που απόδιωχνε το έλεός του.
Μέχρι να ρθει ο αρμόδιος καιρός
και ο χρόνος να πάρει τέλος
και να αποκατασταθει σαν παρθένα ο κόσμος
ο Κύριος θα οδυνάται.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|