Στο μεσονύχτι κάποια ώρα
η μέρα έχει πια πλαγιάσει
ο άνεμος έσπασε τον σύρτη
κι η μοναξιά έχει αποδράσει.
Το ήθος του πόνου ξεγελά
αυτούς που πάντα κοροϊδεύουν
στης ερημιάς την κρύα αγκαλιά
χάσαν την αγάπη που γυρεύουν.
Για λίγο ξέφυγε απ'τα χέρια
η μπάλα χάθηκε μεσ'τα στενά
των άστεγων τα μάτια αστέρια
ελπίδας άγγιγμα μεσ'την καρδιά.
Ευχές που γίνανε αγάλματα
σε άγνωστους δρόμους πεταμένα
τα γέλια σφράγησαν τα σφάλματα
εκείνα τα χρόνια τ'ασημένια.
Σαν πουλιά οι μέρες πετάξαν
κι έφτασε πάλι μεσονύχτι
κόκκινο κρασί γεύση στα χείλη
δραπέτες μνήμες απ'το ξενύχτι.