| Ήτανε, λέει, κάποτε, μια ζωντανή ευχή
στα χείλη του αγίου της που πέθαινε,
πάλευε εκείνος για να ζήσει, πάλευε εκείνη για να βγει.
Κανείς δεν κέρδισε το τελευταίο στοίχημα,
και στην στερνή ανάσα που έφευγε,
κανείς δεν είπε «φταίω, συγχώρεσέ με».
Θα έρθει, μάτια μου, η στιγμή που θα κρύβομαι μάταια,
για να παγώνω απορημένη στα κρύα σπήλαια του κόσμου.
Θα τυραννιέται η ψυχή μου χωρίς ελπίδα.
Κι ούτε ένα χέρι φιλικό, ούτε μια λέξη,
και τα οστά μου θα κροταλίζουν, θα παραφέρονται,
κι έτσι θα έχω πληρώσει, αθέλητα και βίαια.
Ήτανε, λέει, κάποτε, ένας γυμνός αμαρτωλός,
που είχε γυρίσει όλο τον κόσμο,
μάθαινε κι άλλες αμαρτίες, σε κάθε του ταξίδι.
Απ’ όλα τα αποκτήματα, σ’ όλα του τα εμπόρια,
εκείνα που αγάπησε ήτανε τα ενδύματα,
κάθε υφής, κάθε σχεδίου, κάθε μορφής και κόστους.
Θα γίνει, μάτια μου, η καρδιά μου, κομματιασμένο κρέας,
που θα ταϊζει λύκους σε χιονισμένες, καταραμένες γαίες.
Η απάρνηση συμβαίνει, τάχα, στους ήρωες.
Κι εγώ βασάνισα το αίμα μου, τα πότισα στ’ αγκάθια,
και σου γελάω γερασμένα, ρυπαρά κι ανήθικα,
κι έτσι κυλάει το σκοτάδι, αγκαλιασμένο με τους δαίμονες.
Ήτανε, λέει, κάποτε, ένας τυφλός εγωιστής, είχε ένα όμορφο άλογο,
ένιωθε εκείνο ευγνωμοσύνη στο χέρι που το τάιζε.
Έπεσε, πόνεσε, κάποτε ο τυφλός, σε έναν δρόμο δύσκολο,
ξωπίσω του έτρεχε, χρεμέτιζε το όμορφο άλογο,
λέξη δεν έβγαλε εκείνος που έπεσε, μπροστά του πέρασε, έφυγε
εκείνο που δεν άκουσε…τον έψαχνε ύστερα στον άδειο σταύλο.
Θα μάθεις, μάτια μου, κάποια στιγμή, εσύ το ζήτησες,
πώς κλαίει ο Θάνατος τα πεθαμένα όνειρα.
Δεν τα ‘χει ποτέ στο πρόγραμμά του.
Κι εγώ μαστίγωσα με μένος τη νιότη μου στα κάτεργα,
και έχω ακόμη να θυμάμαι κάθε νεκρό μου όνειρο,
κι έτσι θα δεις πως δεν αξίζει ν’ αποζητάς τη λήθη.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|