Στα πλατάνια με δροσίζει τ’ αεράκι που περνά
και το θρόισμα τον φύλλων τάραξε τη σιγαλιά
σε ταβέρνα ξεχασμένη στήθηκε ένας χορός
δυο μονάχα τον χορέψαν’ που ‘χαν πει το σ’ αγαπώ.
Κι ο χορός τους θα αρχίσει με το γάργαρο νερό
τρέχει σαν τις Κυριακές τους σε ρυάκι μυθικό
να λειάνει μια πέτρα άσπρη σαν τη χαραυγή
σαν το δέρμα μιας κοπέλας ήλιο που δεν έχει δει.
Κι ο χορός θα συνεχίσει με ένα αηδόνι αοιδό
το τραγούδι κεντημένο σε ουράνιο αργαλειό
κι η κλωστή θα ‘ναι κλεμμένη απ' ανέμη μαγική
να γυρνάει μοναχή της στου φιλιού την ταραχή.
Κόκκινη κλωστή δεμένη κι ο χορός παντοτινός
σ’ ένα παραμύθι δένω ένα ατέλειωτο ρυθμό
στην ανάσα που θα σπάσει της στιγμής μας τη σιωπή
το όνειρο μου δεν το είπα μήπως και μετά δε βγει.