| Ξεγελάς σώμα και ψυχή,
μ’ ένα θαλασσινό λιβάδι.
Ένα νοσταλγικό ψέμα,
ένα όμορφο νεκρό κοράλλι,
ντύνει ό, τι απομένει
από μια πορφυρή γέννα.
Καμιά αίσθηση δε γλεντάει με
το κορμί του.
Μόνο ένα τρίξιμο,
στης καρδιάς το ξύλινο πάτωμα.
Αυτό το σακί ρίχνεις στη πλάτη.
Με αυτό λες θα πορευτείς.
Περιμένεις να ακούσεις μια φωνή,
να βγαίνει από κάποιο πηγάδι,
από κάποιο έφηβο, που εκεί έκλεισαν,
για να μυρίζουν οι ψυχές τα βράδια
τα νυχτολούλουδα.
Ή να κράξει κάποιο πουλί,
το χαμόγελό να γυρίσει ανάποδα.
Μια νεράιδα να λουστεί,
με αγιόκλημα και λευκό περιστέρι,
μήνυμα ν’ αφήσει σ’ έρημα σπίτια
και στο έδαφος να πέσει, νεκρός αγγελιοφόρος.
Στο δρόμο τον αργυρό,
ρίχνεις καθρέπτες τα βήματα,
καθρέπτες τα χρόνια,
και όχι κεριά μετρημένα,
που σβήνουν και βουλιάζουν,
όπως το σιωπηλό κορμί της,
όταν αγριεύει η θάλασσα
και στα πόδια της ρίχνει
το φεγγάρι δεμένο.
Μα κάποιος σβήνει τα χνάρια
των ψυχών μας, με περισσή
χαρά και τα κούφια κορμιά
ποτίζει με κρασί, σκεπάζει
με χώμα, κρύβει με λήθη
σε κέδρινα δάση
και πύρινα λόγια αγάπης αφήνει
πάνω στο ηλιοβασίλεμα
των ματιών μας.
Υψώνει η μάνα γη κυπαρισσένια σπαθιά,
μα τον ουρανό ποτέ δε θα πληγώσει,
από τον θρόνο του δε θα ρίξει ποτέ,
για να κρυφτεί, παράνομος εραστής, στην αγκαλιά της.
Άγριο γιασεμί φυτρώνει από τα στήθη τους
και αγκαλιάζει τις μνήμες τους.
Και οι μαύρες φτερωτές τύχες ζουν ακόμη,
τις ουράνιες προσευχές να κομματιάζουν
και ανθρώπινα όνειρα, νεοσσούς, να τρέφουν,
στο αίμα να ριζώνουν μελισσοκέρι και αγκάθια.
Ένα πέτρινο σταυρό γεννά η Ανατολή,
βασιλικός στον τάφο των κρυφών ψυχών
και γλυκιά σκιά, από τον ήλιο που καίει
το χώμα.
Το άρωμα αφήνει δώρο, το πράσινο μύρο,
είτε είσαι άγιος, είτε κολασμένος,
γυμνή μυροφόρα ντύνει με χρυσό λάδι
τη ψυχή σου.
Και τα αυτιά είναι δεμένα με αγγελούδια,
που τραγουδούν ή δαίμονες που ουρλιάζουν.
Και δεν ακούμε ο ένας τα βήματα του άλλου.
Δεν νιώθουμε ο ένας το σώμα του άλλου.
Κανενός η ψυχή δεν τινάζει τα φτερά,
κανενός το σώμα δε τρέμει σαν φλόγα.
Αισθήσεις δεμένες, μαγεμένες από
μια μικρή κόρη με μυρτιά στο κεφάλι,
που ζεσταίνει και μεθά αιώνια τις καρδιές
των ανθρώπων και τυφλούς τους αφήνει,
γέροι κόρακες, που γυμνοί απομένουν,
από τα ράμφη τους ή όμορφες φωτογραφίες,
φύλλα ξέρα στο χώμα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|