| Κάθε που δραπετεύω από την ύλη μου
σαν να ίπταμαι πάνω από ελαιώνες κι αμπελώνες
που ξεκινούν από τους πρόποδες βουνών
και λόφων χαμηλών
και φτάνουν κάτω ως τη θάλασσα.
Κι άλλοτε σαν να πλέω μέσα σε υφάλμυρα νερά
και επιχειρώ βουτιά, να ανακαλύψω τάχα
κρυμμένα υποθαλάσσια σπήλαια
όπου υπάρχει οξυγόνο και ελπίδα επιβίωσης
κι αφού χασομερήσω λίγο
με δέος κοιτώντας τους κρυστάλλους
που σαν σπαθιά μαρμαρωμένα επικρέμονται απ’ την οροφή
γίνομαι μάρτυρας σκηνής απείρου κάλλους:
να φτάνουν , λέει, δελφίνια, απ’ όλα τα θαλάσσια πέρατα
και να γελάνε βγάζοντας απ’ το νερό τα ρύγχη
παίζοντας –λες- συναμετάξυ τους
ή ερωτοτροπώντας…
Άλλες φορές, σαν να βρίσκομαι
χωρίς να χρειαστεί πολύ να οδοιπορήσω
σε αρχαίες πόλεις , ακόμη φυλαγμένες
μέσα στα σπλάχνα μιας παρθένας γης
ανέπαφες απ’ τα βέβηλα βλέμματα των ανθρώπων
που αδημονούν ωστόσο να ανεβούν στο φως.
και μπαίνω λάθρα σε κεραμικά εργαστήρια
κι αγγίζω τα οστεωμένα σώματα
των παραγιών και των αρχιμαστόρων
που τους επρόλαβε ο σεισμός
την ώρα που γυρνούσαν τον τροχό
και που ενστικτωδώς σκεπάσαν με το σώμα τους
τα πιο περίτεχνα γραπτά κανάτια τους
την ώρα που κατέρρεε η οροφή
που πέφτανε οι τοίχοι…
Κι ύστερα προσεγγίζω αθόρυβα -στις μύτες των ποδιών μου-
μιαν ακαθόριστη κτιστή δεξαμενή
κάτι σαν τελεστήριο, κάτι σαν στέρνα καθαρμών
ξερή ,ωστόσο, από νερό, προσκυνητές κι ιερατείο
-κανείς στις μέρες μας δεν νιώθει την ανάγκη
να λυτρωθεί από το μίασμα των καιρών-
κι ως την πληρώνω ύδατος
νιώθω σαν να εξαγνίζομαι, σαν να ακουμπώ τη θέωση
και νιώθω μια ελαφρότητα , σαν να αποβάλλω από πάνω μου
το στίγμα της ευτέλειας των θνητών,
την ύλη…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 2
| | | | | | |
|