| Τις νύχτες αναζητώ στην πόλη μου,
τα πλάσματα τα όμοιά μου,
εκεί που αδειάζει ο ήλιος τα απόνερα,
εκεί που ζέχνει των ευχών ο βάλτος.
Βρίσκω το είδος μου να πάλλεται έτοιμο,
είναι η διαδήλωση των Χαμένων Γέλιων,
λόγια παράφωνα, σέρνεται ο όχλος,
δούλοι κι ελεύθεροι γίναν τσακάλια.
«Η απελπισία είναι των δυνατών το όνειρο,
μ’ εκείνη τρέφουν τα’ αγέννητα παιδιά τους,
στην αγκαλιά της έμαθαν να αγαπούν τον πόνο.
Η απελπισία είναι η ανάγκη της γενιάς μας,
την κρύβουμε ζηλόφθονα στις μεσιανές μας τσέπες,
πίσω απ’ τα άδεια μάτια μας, λάμπει η κατάκτησή της.
Την υμνούν οι οι τεχνίτες μας στα γλυπτά του θανάτου,
ευλογούν οι ιερείς μας, την ευχή της στο τέλος μας,
τη διδάσκουν οι γνώστες μας στα σχολειά που γκρεμίζουν,
τη στολίζουν οι πόλεις μας στων εισόδων τις πύλες».
Τις νύχτες μάχομαι στους δρόμους,
με πλάσματα ανόμοιά μου,
μ’ έχουν οπλίσει οι αλαλαγμοί του εφιάλτη,
παντού η λάβα τυφλά μας καίει.
Βρήκα στον πόλεμο εχθρούς που υπέφεραν,
σφάδαζαν άπιστοι, χωρίς ελπίδα,
στην αλήθεια του πόνου ουρλιάξαμε όλοι,
καλοί και δαίμονες πεσμένοι στα γόνατα.
«Η απόγνωση έγινε το παλάτι του κόσμου
και συρρέουν προσφέροντας τα έθνη το αίμα τους,
με το θάρρος της χτίστηκαν των θεών μας τα βάθρα.
Η απόγνωση μάγεψε τις γυναίκες των τόπων μας
και τρελλές από πόθο ξεγυμνώνουν τα κάλλη τους,
στο χορό της βιάζονται κι η ευτυχία τις διαμελίζει.
Την κραδαίνει στα νύχια της της ανάγκης η λύσσα,
τη μαθαίνει στο γιο του ο πατέρας τους σκότους,
την ελπίζει ανώφελα ο ζητιάνος που σβήνει,
προσευχήσου σ’ εκείνην, δημιουργέ του ανθρώπου».
Τις νύχτες φεύγω απ’ την πόλη μου
μ’ ένα σπαθί στα πλευρά μου,
οι αρμοί κομματιάζονται ενός νου που επέζησε,
ενός ζώου βουβού, που την πείνα δεν χόρτασε.
Βλέπω τα κτήνη μου ν’ αποχωρούν μαζεμένα,
είναι μόνο για λίγο που η νύχτα τα σώζει,
δεν γυρίζουμε πίσω, ούτε εγώ ούτε εκείνα,
κάθε πόλη που αφήσαμε, γεμάτη οστά ξασπρισμένα.
«Η απελπισία είναι της φωνής μας ο βρόγχος,
με αυτήν αγαπάμε τις αντάρες στα λόγια σας,
αυτήν μας χαρίζετε παραμένοντας δέσμιοι.
Η απελπισία είναι το αίμα που χύσαμε,
στων ματιών σας τον έρωτα, στα γλυκά σας τα δόκανα,
τα κομμένα μας μέλη ημερεύουν τα πάθη σας.
Τη ζητούν οι ανάγκες σας, οι πεθαμένοι σας άγιοι,
μα στη μάχη που κέρδισε η άγνοιά σας και ο φόβος,
μας πετάτε να σβήσουμε, το σκοπό μας τελέσαμε
κι ο δημιουργός ο ίδιος για τα κτήνη του γέλασε…
…γιατί τα ήθελε την απελπισία να νικήσουν….»
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|