| Στο παραθύρι του κελιού, που είχε λίγη σκόνη
ένα λουλούδι φύτρωσε, το μπόι του σηκώνει
το κοιτώ τα πρωϊνά και κάμπους συλλογιέμαι
αγγίζοντας τα πέταλα, αφήνομαι - ξεχνιέμαι.
Μες απ΄ τα δέκα κάγκελα, φράχτης αυλής που μοιάζουν
το χέρι απλώνω, τ΄ ακουμπώ, τα δάχτυλα τ΄ αγκαλιάζουν
μου΄ χει αλλάξει τη ζωή, μου απάλυνε τον πόνο
αυτός ο σπόρος που΄φερε σε μένα ο άνεμος μόνο.
Καθημερνά το δάχτυλο, βρέχω σ΄ ένα ποτήρι
το γέρνω προς τη ρίζα του, σα να΄ναι ποτιστήρι
μην έρθει μέρα σκέπτομαι, το λούλουδο να γύρει
γιατί αν μια μέρα μαραθεί και με θα παρασύρει.
Κάπου είχα πέσει σε βαθειά, θλίψη - μελαγχολία
είχα ξεγράψει τη ζωή και έβαλα τελεία
όμως μ΄ αυτό το άνθισμα μπρος το παράθυρό μου
πήρα κουράγιο και καλό, έγινε τ΄ όνειρό μου.
Αν ήμουν έξω στη ζωή, έξω απ΄ αυτούς τους τοίχους
σίγουρα θα προσπέρναγα μες τους ρυθμούς του πλήθους
δεν θα το παρατήραγα καθόλου ένα λουλούδι
ίσως και να το πάταγα αδιάφορα σαν χνούδι.
Μα τώρα εδώ που βρίσκομαι, μου συμβολίζει πάντα
το χρώμα, το ξαναγέννημα, το άρωμα, τη βεράντα
με ταξιδεύει μακρυά, σε πράσινα λιβάδια
κάνει τ΄ απαίσια βράδια μου χωρίς πολλά σκοτάδια.
Θεέ μου! σαν φύγω από δω, σαν πάρω το χαρτί μου
θα σπείρω στον κήπο λούλουδα, ν΄ ανθίσει η αυλή μου
και θα΄μαι ένα υπόδειγμα σ΄ αυτή την κοινωνία
μου δίδαξε αγάπη ο ανθός - ζωή κι ελευθερία.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|