| [font=georgia][color=black]Ο ήχος της άκρης πέλαος σα βγαίνει
τους καδινάτσους σπάωντας ‘
Ορθιό. Στο κολόρο του πόλεμου,
του πόλεμου την ανεκτίμητη απελπισιά.
Ο ήχος από τ ‘άστρα που τρίβονται στου φεγγαριού τη μυλόπετρα.
Ο τρόμος του χτήνους που στην αυλή μου γνωρίζω έντεκα ημέρες
(σ’ ένα μινούτο π’ έμαθα)
το έργο το ζωγραφιστό σ’ εμάς σα κόκκινο ποτάμι π’ αποκοιμιότανε στο λαιμό
στο σώμα το έρμο το μαύρο να πράξει τώρα.
Να χυθεί τώρα απ’ εμάς η μοίρα έλαχε κιο απ’ τους σφριγηλούς μυώνες
Η μοιρασιά στο φως
Που θα κουνήσουνε οι σενιορίτες τα λευκά στον τορέρο
Μα όχι σε μας γαρύφαλα , τ’ άχραντο βλέμμα του αλόγου , εμείς
Την αγωνία και τη θλίψη που συνένοχοι με θαρρετές φωνές
Στα λάσκα της ζωής εμείς πικαδόροι
Με το στανιό στο πλούσιο θώρακα αποτυγχάνω έστω κρυφά
Από μια κόγχη του ματιού μου να θρηνήσω
Θάνατος στο χτήνος
Θάνατος
Σέρνει η σκόνη , σκόνη ξωπίσω της
Μ΄οπλές σε καιρούς μεταλλικούς και τελειωμένους κίνδυνους
Φρικτή η ομοιότητα με τούτο το σώμα το έρμο το μαύρο
Που βουρλίζει η έκσταση του όχλου που βλαστημά απομέσα του
Μα έχει τελειώσει μέσα του η καταστροφή
Χωρίς κουράγια πια ‘χει χαμηλώσει το σμάλτινο κεφάλι
Σα να χει μετανιώσει που ‘ζησε
Κι άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά για τη μεγάλη του δόξα
Αλίμονο κι ετούτη η σκηνή , μας κάνει υπερήφανους
Θάνατος στο χτήνος καλοί μου πικαδόροι
Θάνατος [/color][/font]
{Α}
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|