| Η παμπ δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο… Ένα καταγώγιο με έντονη την μυρωδιά του καπνού και του ζύθου… μερικοί μεθυσμένοι ναύτες τραγουδούσαν τραγούδια της θάλασσας ενώ ένας γέρος σακάτης, από τον πόλεμο τάχα, αφηγούνταν την ιστορία του για ένα μπυροπότηρο. Τα ποτά άλλαζαν χέρια καθώς και οι γυναίκες… με λίγα λόγια μια τυπική παμπ του βικτωριανού Λονδίνου, που η εγγλέζικη εργατική τάξη περνούσε το βράδυ της Παρασκευής… και συχνά το πρωινό του Σαββάτου.
Ακούστηκε το καμπανάκι και η φωνή του μπάρμαν αντήχησε σε όλη την αίθουσα «Τελευταία ποτά» και τότε μόνο αντιλήφθηκα την φιγούρα ενός μεσόκοπου νέγρου, που ακουμπώντας στην μπάρα, σήκωνε το χέρι του για μια τελευταία μπύρα. Σηκώθηκα από το γωνιακό τραπέζι που καθόμουν μόνος… και πήγα και στάθηκα αντικριστά του, γέρνωντας κι εγώ πάνω στην μπάρα.
Ήπιε μια γερή ρουφηξιά και έπειτα μου μίλησε σαν σε παλιό φίλο
«Πω! Πω! Τα χάλια σου έχεις. Ο χρόνος τελικά δεν γιατρεύει τα πάντα έτσι;»
«Ο χρόνος γιατρεύει όταν περνάει… όταν όμως δεν έχει αρχή και τέλος δεν σε αγγίζει το πέρασμά του»
«Εδώ κάνεις λάθος… ο χρόνος έχει και αρχή και τέλος για όλους… θα το ξαναθυμηθείς αυτό πολύ πιο σύντομα από όσο νομίζεις»
«Χα! Ψάχνεις για ελπίδα, έτσι δεν είναι; Μάθε λοιπόν πως δεν πέθανε μόνη της…» χαμήλωσα το βλέμμα, ο γνώριμος κόμπος ανέβηκε και πάλι στο λαιμό, μια σύντομη παύση… «όχι δεν πέθανε μόνη της εκείνη την νύχτα»
«Ελπίδα υπάρχει πάντα Βλάντ. Και είναι αυτό που τον κατατρώει, αυτή πολεμάει να σβήσει… όχι εμένα» Χαμογέλασε ελαφρά. «Δεν θα σου λεγα να βρεθούμε διαφορετικά»
«Θες να πιστέψω δηλαδή το λόγο του… το πιο προφανές ψέμα… Να αφιερωθώ σε μια ατελέσφορη αναζήτηση, που δεν ξέρω ούτε σε ποια ήπειρο να την αρχίσω, ή αν αυτό που ψάχνω υπάρχει ακόμα.» Τα μάτια μου αναψοκοκκίνισαν «Το παιχνίδι χάθηκε στην πρώτη κίνηση, δεν θα παίξω στο κουκλοθέατρό του ξανά, δεν θα λάβει άλλη ευχαρίστηση από μένα»
«Μου μιλάς για παραίτηση κι όμως δεν σε άκουσα να λες το όνομά της πριν. Κάποιος σε περιμένει σε δυο μέρες στο μπάλ μασκέ της Βασίλισσας, θα σε δώ εκεί… Μην τον απογοητεύσεις»
Με αυτά τα λόγια αποτελείωσε την μπύρα του και με ένα μισομεθυσμένο χαιρετισμό τράβηξε προς την πόρτα…
«Τώρα ξέρω τι έκανε την 7η μέρα της Κτίσεως… ή μήπως και τις υπόλοιπες;» σκέφτηκα σε μια προσπάθεια να διώξω από το μυαλό μου όσα μόλις είχε πει… δεν υπήρχε ελπίδα, ακόμα κι αν την έβρισκα… ακόμα κι αν ήταν ζωντανή… ακόμα και να μη με είχε ξεχάσει… ή μισήσει… η τελευταία σκέψη με τρόμαζε όσο τίποτα. Πάλι θα εμφανιζόταν με την άσπρη στολή, τα ειρωνικά του σχόλια και το καταραμένο συμβόλαιο στο χέρι για να κάνει άλλη μια επίδειξη δύναμης… Όχι πια, όχι σε μένα τουλάχιστον. Επανέλαβα πολλές φορές το τελευταίο κομμάτι σε μια προσπάθεια να το πιστέψω, με μηδαμινή επιτυχία.
Βγαίνοντας από την πάμπ, με τα φώτα να θολώνουν πίσω μου, και τους ήχους να ξεθωριάζουν ολοένα, είχα μια στιγμή για να συλλογιστώ.
«Τα χάλια σου έχεις…»
Πράγματι, είχε δίκιο. Μερικές βδομάδες απουσίας και ενοχής ήταν αρκετές για να σπάσουν κάθε αντηρίδα υπερηφάνειας. Σαν το ποντίκι στην φάκα που σπαρταράει για λίγο και ύστερα παραδίδεται στην μοίρα του. Έτσι κι εγώ είχα παραδώσει την μνήμη μου, και τα βάρη μου μαζί της στον βαρκάρη… και μιας και δεν του επιτρεπόταν να με πάει απέναντι, απλά τριγύριζα στην όχθη περνώντας τον καιρό μου και παρακαλώντας τον.
Μπήκα στον κεντρικό δρόμο, και βρέθηκα με άλλους που γύριζαν από τις παμπ, τα μεθυσμένα τραγούδια με επανέφεραν στην πραγματικότητα, ένα κομμάτι της οποίας ήταν ότι δεν είχα ρούχα για να πάω στο μπάλ μασκέ.
Ακαδημία Χέλσινγκ…
6 χρόνια πριν από την συνάντηση στο δάσος…
Από το παράθυρό της κάμαρας του αγοριού φαινόταν η άμαξα που έφτασε στην είσοδο της ακαδημίας και σταμάτησε. Λίγα λεπτά αργότερα, μια θεόρατη φιγούρα, που δίχως άλλο ήταν ο Αλεξάντερ Άντερσον και η Ιντέγκρα βγήκαν από την μπροστινή είσοδο για να υποδεχτούν τον επισκέπτη.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|