| Καρτέραγε για το Θωμά
τον υστερνό το γιο της
στο μαύρο το μπαλκόνι της
τα μαύρα φοερεμένη.
-Μάνα μην περιμένεις πια
εγώ δε θα γυρίσω
έζησα όσο ήθελα
και μη στενοχωριέσαι.
-Γιε μου ήρθες; πέρασε
έχω στρωμμένη κλίνη
τραπέζι έχω έτοιμο
κι η νύφη μου προσμένει.
-Μάνα κουράστηκα πολυ
στον κύκλο των πληγών μου
και ο Θεός συγχώρεσε
την άγουρη φυγή μου.
-Γιε μου πολύ βιάστηκες
κι υπήρχε πάντα δρόμος
ξαστόχησες που μού 'λεγες
εγώ δεν θα σ' αφήσω.
Μα ξέρε πως σε συγχωρώ
κι ίσως καλά είσαι απάνω
εμείς εδώ σφαζόμαστε
από καινούριους πόνους.
'Ισως και να γλίτωσες
μ' όλο που σ' αγαπούσα
κι ήθελα τόσο να σε δω
να γίνεσαι γερόντι.
Εμείς εδώ σφαζόμαστε
κι η ορφάνια η δική σου
και το κακό που πλήθαινε
και δέρνει την ψυχή μας.
Αβάσταχτα είναι τούτα τα δεινά
και ο Θεός το ξέρει
πως αν δε πίστευα σ' αυτόν
μαζί σου θα ερχόμουν.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|