|
[color=black][font=georgia]Ο τρελός o χρυσοχόος καθότανε έξω απ’το μαγαζί του.
Ήμερος ήταν συνήθως με τα στεγνά μπαμπακομούστακα του, και τα ψαρά του μαλλιά
σαν αρνί βυζανιάρικο έμοιαζε...
Μα ετούτη την λιγαυγή είχε αγριέψει – κρατούσε μια χρυσή καδένα
ατόφια , δυο δάχτυλα χονδρή , δίχως σκαλίσματα κι άλλα τερτίπια της σμίλης
κι είχε ανοίξει κουβέντα με κάποιον μουσαφίρη:
“ Άει τρισκατάρατε που θα μου ειπείς εμένα κιβδηλέμπορα
κι ότι κατέεις εσύ καλύτερες καδένες , ποιό χρυσές , ποιό κίτρινες ..
Σγούψε και ιδές τόσο χρυσό που ‘βαλα δω μέσα, τόσο μαλακή ‘νε
σα παρθένας χάδι..
..
Άει που ‘σαι άκληρος και βολοδέρνεις ολημερίς που θα μου ειπείς λόγο εμένα , κακομοίρη..
Π’όλες τις Βικτώριες* βρε κι αν μαζώξεις απ’ όλα τα προικιά δω γύρω ‘νε των νοικοκυραίων
και συγκρίνεις , πάλι ουγγιές κι ουγγιές θα περσσεύουν απ’το ζύγι..
..
΄Αει βρε που ‘ρθες τον φτωχόνε Οβραίο τον ξεσπιτωμένο ,τον κουρελή να καταληστεύσεις !
Να βρε πράμα ανώτερο από σένα , που μου φόρεσες ότι ‘χες και δεν είχες μες τις κασέλες σου
κι ήρθες γι’αλισβερίσι καμαρωτός καμαρωτός..
..
Άει βρε και δε σου πουλώ !..”.
...Ο καημένος ο τρελός ο χρυσοχόος ...
Τον ήλιο μάλωνε…
Ε , όμως κι οι δυο τους δίκιο είχανε..[/color][/font]
{Α}
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|