| (Νόμιζα ότι…)
Αυτός είν’ ήλιος λαμπερός
π’ έριξ’ απ’ τις αχτίνες του
ζεστό το φως και τ’ έλεος
Είμ’ η σκουριασμένη χλόη
που την πότισε με φως
Βλάστησα κι έγιν’ ανθός
από χρυσάφι. Με ‘κανε
στο χέρι δαχτυλίδι
και με φορούσε την ημέρα
σαν δέσποζε στον ουρανό
(Μα…)
Τις νύχτες όμως μ’ έβγαζε
κι, αδιόρατος, κράταγ’ αγκαλιά
διάττοντες αστέρες
από ευτελή συστατικά
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|