| Σκιά. Σάββατο μεσημέρι κι ακόμα η γη αναστενάζει απ' τη δίνη του σκοταδιού. Ο νυχτερινός αέρας, ταξιδευτής από άλλους κόσμους, πέρασε και άφησε στη μάνα Γη μηνύματα απ' τα παιδιά της. "Είναι καλά. Κοιμούνται έναν ύπνο ήσυχο, γλυκό στην αγκαλιά του Άδη.
Είναι οι αναμνήσεις της, αυτά είναι τα παιδιά της. Ξεχασμένες απ' τους παλιούς καιρούς, ήσυχες μέσα στη νεκρική σιγή που τις δεσπόζει σ' αυτό τον άλλο κόσμο.
" Η μάνα Γη δε σας ξεχνά ποτέ," αυτό ήταν το σύνηθες, παρηγοριά στον άρρωστο, από την αύρα του νυχτερινού αέρα. Όμως αυτέςμένουν σκυφτές -αναμνήσεις βλέπεις- δε μιλούν μονάχα σκέφτονται και αναπολούν τις παλιές καλές ημέρες, όταν είχαν ζωή και βρίσκονταν κοντά στη μάνα Γη και στα ανθρωπάκια της. Ήταν πολλές, πάρα πολλές και κάθε μέρα όλο και αυξάνονταν.
Η Γη περίμενε την ώρα της επιστροφής τους. "Δε θ' αργήσουν" μονολογούσε στην αρχή κι όλο περίμενε, περίμενε ώσπου μια μέρα ξέσπασε:
" Ως πότε θα ζω αιώνια και θα βλέπω κάθε μέρα τα παιδιά μου να πεθαίνουν;" "Φτάνει πια"
Ήταν στα αλήθεια φοβερό να βλέπει κανείς μια μάνα όπως η μάνα Γη να βγάζει από μέσα της τόσο πόνο.
Ποιός όμως την άκουγε;
Στο τέλος το πήρε απόφαση. Μέρα με την ημέρα τ' αποδεχόταν πιο πολύ. Το μόνο που ζήταγε ήταν ο νυχτερινός αγέρας να της μεταφέρει μηνύματα απ' όλα τα παιδιά της, να ξέρει ότι υπάρχουν ακόμα κι είναι καλά.
Ο αέρας του σκότους περνούσε πότε πότε και την ενημέρωνε. Η διψασμένη μάνα, χόρταινε απ' το νερό της μνήμης των αγαπημένων. Αναστέναζε βαριά κάθε μεσημέρι.
Όπως κι αυτό το μεσημέρι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|