Η ομορφιά με τσάκισε, με σπάραξε
απ' την αρχή που την συνάντησα στο δρόμο μου.
Όχι κρυμμένη σε ερμητικά κλειστά σεντούκια
αλλά αφημένη σαν ξανθό στάχυ στον άνεμο
αγέρωχη κι αδύναμη και εύθραυστη
σαν άγαλμα γυμνό ορθωμένο στο διπλανό μας κήπο
σαν ομορφιά με τα δυο χέρια της κομμένα
και χαμένα
θαμμένα κάπου στους βυθούς της λήθης.
Μόνη η ομορφιά μια μοναξιά μέσα στον κόσμο.
Ένα κομμάτι ηλιαχτίδας που ξεστράτισε και μέθυσε
και τριγυρνά χωρίς να νοιάζεται
χωρίς να τραγουδά καημούς
έτσι σαν άνεμος που δεν μπορείς ν' αγκίξεις
έτσι σαν ήχος
που παραμένει πάντα αδιάφορος
στον πόνο που τα χνάρια του αφήνουν στην ψυχή σου
έτσι η ομορφιά με σπάραξε
απ' την αρχή που τη συνάντησα στο δρόμο μου.
Κι εγώ ο σιδεράς, ο δουλευτής ο ακοίμητος
χρόνια σκυμμένος στη φωτιά
λιώνοντας το χρυσάφι και τ' ασήμι
παλεύω με το χρόνο
πασχίζοντας να διατηρήσω τη μορφή της
και την ατμόσφαιρα του πόνου που με σπάραξε
όταν σε κάποια αρχή μου τη συνάντησα.