| [align=center]
Αρμένιζα με ούριο τον άνεμο
κι άκουγα ιστορίες
για τέρατα πανύψηλα
και όμορφες κυρίες.
Γοργόνες μαύρες και ξανθές
κολύμπησα ,δε βρήκα μια
δεν ήξερα ο άμοιρος,
πως είν’ μυθολογία.
Μικρός και ναύτης άπειρος ,
κοιτούσα τα πανιά μου
δεν ήξερα πως είχες βρει
κρυψώνα στη γωνιά μου.
Σε είδα και τυφλώθηκα ,
my god , τι ειρωνία,
ξέχασα βλέπεις τα γυαλιά
του ηλίου στην Αγγλία.
Μου ζήτησες λίγο νερό ,
φαινόσουν διψασμένη
απ’το πολύ το ελεύθερο
βογγούσες κουρασμένη.
Μα μ’είδε ο captain και θαρρώ
πως είναι τσατισμένος
γιατί για πάρτη μου σε κράτησα
και βγήκα κερδισμένος.
Για σένα και για μένανε λοιπόν
θα κάνω ανταρσία
και το πειρατικό που έστειλαν
θα γίνει ιστορία.
Σκότωσα ναύτες ,πλήρωμα
και μείναμε μονάχοι
Χαβάη ομορφούλα μου
θα φτάσουμε εν τάχει.
Μα μου πες άλλο δεν μπορείς
και άλλο δε θ’αντέξεις
για στο νερό μεγάλωσες
και στο νερό θα τρέξεις.
Όμως κι εγώ θαρρώ
στη θάλασσα θα πέσω
γιατί στα κύματα μπορώ
με σένα ν’αναπνεύσω.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|