| Πολύν εδίσταζες να δεις κατάματα άνθρωπο
κι από το σπίτι σπάνια έβγαινες
κι όποτε, πάντα νύχτα
τόσο, που κάποιοι ψιθυρίζανε ειρωνικά
πως έχανες μέρα τη μέρα τα λογικά σου
έτσι ως αποτραβιόσουν οικειοθελώς
βαθιά πολύ , ανεπίστρεπτα
μέσα στον εαυτό σου.
Κι άλλοι , υποθέσεις έκαναν
για δήθεν απογοήτευση έρωτος.
Κανείς ωστόσο δεν κατάφερε να δει
πιο μέσα απ’ τους χαμηλωμένους οφθαλμούς σου,
τον πλούτο μιας ψυχής ασφυκτιούσας
που μοναχά στο άσπρο χαρτί την εξεγύμνωνες
συνέχεια συγχωρώντας την
συνέχεια κρίνοντά την
αράδα – αράδα , σαν σε τελεστική πομπή
προς τη δεξαμενή των καθαρμών,
τακτοποιώντας λέξεις
με νόημα, άλλοτε ευδιάκριτο
κι άλλοτε καλά βαθιά κρυμμένο
μονολογώντας μες την ηθελημένη μόνωσή σου:
«Πόσο άδικα, πόσο φριχτά ατελώς
ο κόσμος κρίνει τους ανθρώπους»…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 3
| | | | | | |
|