|
[color=black][font=georgia]Μ’ έπινε αργά παλίρροια κι οργή μ’ απέραντο ήχο
Ήρθανε ορυκτά νερά βυθών ,υφάλων ρίγος
Δαίμων χωλός , του πέλαου άκαρπο σφρίγος
Παρακμασμένο ποίημα, δήθεν μ’ αφρώδη στίχο
Φύγε ! Ώχου ! φωνάζανε , λουόμενοι και ψάρια
Σα μ΄ έβλεπαν ακίνητο να τρώγομαι απ’ το κύμα
Σιγά- κυρίαρχα ως τυλάει τη πέργκολα το κλήμα
Διάφανες κληματίδες του, μου ζώναν τα ποδάρια
Μα δεν αισθάνεσαι ! Ήρθε να με τραβήξει ένας
Πιάνοντας το μπράτσο μου μ’ έναν δρασκελισμό
Που να ‘χα άραγες – μπρος ή πίσω τον σωσμό ?
Μετάνιωσα για ένα λεπτό, γυρνώ να δω.. Κανένας.
Μα δεν αισθάνεσαι ! Κήτη θαλάσσια μαύρα
Να σπρώχνουν έξω άρχισαν , κάνοντας παφλασμό
Που να ‘χα άραγες – μπρος ή πίσω τον χαμό ?
Μετάνιωσα για ένα λεπτό, μπροστά κοιτώ.. Ναυάγια..
Κι είμαι σημείο της θάλασσας που στα βαθιά δε φτάνω
Μα ούτε και θα ξαναειδώ το σώμα μου στεγνό
Εις τους αιώνες στοίχειωσα, μένω και προσδοκώ
Να λυπηθεί με , η παλίρροια και να με πιει ως απάνω ! [/font][/color]
{Α}
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|