| 2°μέρος
Ο Γρηγόρης άρχισε να ανησυχεί για την Γεύση. Δεν ήταν τέτοιο άτομο. Του είχε μιλήσει λιγάκι απότομα. Δεν το έκανε συχνά, μόνο όταν δεν ήταν καλά ψυχολογικά. Η Γεύση όντως δεν ήταν καλά. Την είχε πάρει από κάτω ούτε καν στον αδερφό της δεν μιλούσε. Στα μηνύματα δεν απαντούσε που της έστελναν γιατί δεν ένιωθε καλά. Το επόμενο πρωί ξύπνησε πολύ νωρίς, ετοιμάστηκε κ ξεκίνησε μαζί με τον Κωστή για το σχολείο. Μπήκε μέσα κ αμέσως ο Στέλιος πήγε κ την χαιρέτησε με ένα φιλί στο μάγουλο. Της είπε τα γνωστά κ αποχώρισε για να πάει στην παρέα του. Εκεί δίπλα κάθονταν κάτι κορίτσια. Άκουσε το όνομα της μιας κοπέλας. Την λέγανε Αλεξάνδρα. Πρέπει να ήταν πολύ δημοφιλής. Όλοι την χαιρετούσαν. Ήταν κ αρκετά όμορφη. Κόκκινα σγουρά μαλλιά κ πράσινα μάτια. Οι φίλες της δεν ήταν καθόλου ωραίες. Οι δυο ήταν χοντρές(αρκετούτσικα)κ η άλλη φαινόταν κατηχητικό κ φυτό. Μπήκε στην τάξη κ κάθισε στο θρανίο της, μόνη όπως κ την προηγούμενη μέρα. Μπήκε ο καθηγητής κ μαζί του είχε κ ένα αγόρι. Ήταν αυτός που έλειπε την προηγούμενη μέρα. Κ ποιος ήταν? Το αγόρι που είχε δει χθες όταν πήγαινε για την ταινία.
-Ματθαίου παιδί μου κάθισε σε εκείνη την κενή θέση, είπε ο καθηγητής κ έδειξε το θρανίο της Γεύσης που ήταν το μόνο άδειο.
-Άγγελος, χάρηκε είπε.
-Γεύση παρομοίως, είπε κ του χαμογέλασε.
Ο Άγγελος είχε δει χθες την Γεύση κ την θυμόταν, αλλά δεν είπε τίποτα για να μην καρφωθεί. Ήταν αρκετά ντροπαλός κ δεν μιλούσε πολύ όταν δεν γνώριζε κάποιον αρκετά. Το χαμόγελο του ήταν όμορφο. Αλλά πίσω από αυτό το χαμόγελο κρυβόταν πόνος. Η Γεύση ήξερε πολύ καλά να διαβάζει τα χείλη των άλλων ανθρώπων. Στους υπόλοιπους συμμαθητές που του μιλούσαν τους απαντούσε κ τους χαμογελούσε ψυχρά. Στο διάλειμμα τα δυο παιδιά πιάσανε την κουβέντα για να γνωριστούνε.
-που μένεις εσύ? Ρώτησε ο Άγγελος.
-απέναντι σου, σε είχα δει χθες που μετακομίζατε. Κ εγώ προχθές ήρθα. Καινούρια είμαι εδώ. Που έμενες πιο μπροστά?
-είμαι από Ρόδο. Δεν ξέρω κανέναν εδώ. Ο πατέρας μου είναι γιατρός κ είπε να μετακομίσουμε εδώ για καλύτερα σχολεία. Ήταν να πάω σε ιδιωτικό αλλά δεν ήθελα, ήθελα να είμαι με παιδιά κανονικά κ όχι με ψώνια που θεωρούν πως τα λεφτά είναι το μόνο πράγμα στην ζωή που υπάρχει. Αυτά τα άτομα δεν έχουν συναισθήματα κ δεν μου αρέσει αυτό. Έτσι ήρθα εδώ.
Ο Άγγελος μιλούσε χαλαρά στην Γεύση γιατί κατάλαβε πως κ αυτή αντιμετώπιζε τα ίδια προβλήματα με αυτόν. Η μέρα πέρασε αργά κ βαρετά. Κάθε ώρα κ καινούριος καθηγητής για αυτούς. Στο σχόλασμα περίμεναν ο ένας τον άλλον κ φύγανε μαζί. Όταν έφτασαν έξω από το σπίτι της Γεύσης ανταλλάξανε κινητά κ είπανε να πάνε καμιά βόλτα εκεί τριγύρω. Η Γεύση είχε βρει έστω κάποιο άτομο να μιλάει. Ένα χαμόγελο υπήρχε ξανά στο πρόσωπο της. Μπήκε στο σπίτι κ έφαγε με όρεξη της φακές(μπλιαχ!!)που είχε κάνει η μαμά της. Κλείστηκε στο δωμάτιο της κ έβαλε μουσική. Ο ήχος του Χατζηγιάννη την έκανε να τα ξεχνάει όλα. Είχε ξεχάσει κ Γρηγόρη κ τα πάντα. Το κινητό της χτύπησε.
-ναι?
-έλα μωρό μου, είπε ο Γρηγόρης, τι κάνεις? Πως ήταν η μέρα σου?
-καλά είμαι, ε καλύτερα πήγε γνώρισα κ άλλα παιδιά. Εσύ όλα καλά?
-ναι μας λείπεις, όλοι ρωτάνε για σένα. Θα έρθεις σήμερα βόλεϊ?
-όχι δεν θα έρθω, θα ξεγραφτώ από την ομάδα. Ίσως έρθω από εκεί καμιά μέρα να το πω, αλλιώς θα πάρω τηλέφωνο.
Ο Γρηγόρης ήθελε να μιλήσει κ άλλο μαζί της αλλά δεν είχε καμία μα καμία όρεξη, ούτε σ’αγαπώ του είπε στο τέλος. Το κινητό της χτύπησε για άλλη μια φορά κ είπε δυνατά η Γεύση
-ναι? Είπε νευριασμένα.
-γεια τι κάνεις? Ο Άγγελος είμαι.
-α γεια σου Άγγελε, είπε γλυκά κ ένα χαμόγελο έσκασε στα χείλη της. Καλά είμαι εσύ?
-καλά κ εγώ. Να είμαι μόνος σπίτι κ είπα να πάρω καμιά ταινία κ να την δω, θες να έρθεις?
-ναι αμέ. Σε 10 λεπτά κατέβα.
Ο Άγγελος είχε ένα γλυκό χαμόγελο, δεν ήταν όμορφος ιδιαίτερα όταν χαμογελούσε αλλά του πήγαινε να γελάει. Είχε κάτι ωραία μάτια ήταν γαλάζια έξω έξω πράσινα πιο μέσα κ έξω από την ίριδα ήταν κίτρινα. Ήταν ωραίος πραγματικά ωραίος. Από την περιγραφή δεν μπορεί να καταλάβει κανείς πως είναι αλλά αν τον δεις θα ενθουσιαστείς πραγματικά από την εξωτερική του εμφάνιση. Δεν ήταν ιδιαίτερα γυμνασμένος αλλά ούτε κ λαπάς. Το μόνο που δεν άρεσε στην Γεύση ήταν το ότι ήταν ψηλός. Αυτός ήταν 1.85 κ αυτή μόνο 1.60. όχι ότι δεν τον κολάκευε αλλά δίπλα του φαινόταν σαν μικρό κοριτσάκι του δημοτικού. Ήταν έτοιμη να βγει όταν την ρώτησε ο μπαμπάς της:
-που πας ζαχαρένια(έτσι την φώναζαν ο αδερφός της κ ο μπαμπάς της)? Βολτίτσα?
-ε ναι! Γνώρισα ένα παιδί στο σχολείο που μετακόμισαν απέναντι κ θα δούμε ταινία..
-καλά να περάσεις κ να προσέχεις!
Κατέβηκε κ είδε τον Άγγελο να την περιμένει κ να της χαμογελάει.
-συγγνώμη που άργησα.
-όχι δεν άργησες εγώ ήρθα πιο νωρίς. Δεν μου αρέσει να στήνω κορίτσια.
Καθώς ψάχνανε για ταινία μιλούσαν κ για άλλα άσχετα πράγματα. Για άλλες ταινίες που είχαν δει, για μουσική, ηθοποιούς. Είχαν μερικά κοινά. Τους άρεσε κ τους δυο το βόλεϊ κ τα θρίλερ. Τελικά καταλήξανε σε θρίλερ. Βλέπω τον θάνατο σου 1. δεν το είχαν δει. Το πήραν πήγαν πήρα κ πατατάκια κ πήγαν στο σπίτι του. Ήταν όμορφα διακοσμημένο, είχε ένα μεγάλο μπλε καναπέ σε ένα δωμάτιο.
-αυτό είναι το καθιστικό είπε, κ από εκεί είναι το δωμάτιο της αδερφής μου, συνέχισε.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|