| [B]Μέρος 12ο [/B]
6 τα χαράματα χτύπησε το ρολόι του σπιτιού ένα παλιό εκκρεμές παμπάλαιο δηλαδή, δώρο του παππού μου στην γιαγιά μου, μετά από της πολλές γυναικοδουλειές που είχε όπως έλεγε η γιαγιά μου. Έτριζε και η πόρτα της μάνας μου, σαν ελατήριο σηκώθηκα από το κρεβάτι, την ρώτησα αν θέλει καφέ και αυτή με ρώτησε αν έχω πυρετό γιατί στης καλές μου έχω τεμπελιά στα κοκάλα λεει. Μόλις ετοίμασα τα καφεδάκια την έβγαλα στο μπαλκόνι, ρίξε πάνω σου κανένα πλουμιστό σάλι της είπα, που κατάντησα 40αρης με την γριά μαμά μου να βασανίζω για μία νεράιδα που μου σήκωσε το νου!
Έμαθα ότι αυτό το περιβόητο μαντήλι είναι ο τρόπος επιστροφής στο σπίτι τους επίσης έμαθα ότι παίζουν με τις ανθρώπινες αθώες ψυχές και τους παίρνουν την λαλιά.
Μ- πάλι βιβλίο θα γράψεις?
Ν-γάτα είσαι μάνα της είπα από τα μουστάκια μου το κατάλαβες?
Μ- όχι από τα αυτιά σου τα γατίσια. Πάμε να σου δήξω και την πόρτα για την Νεραιδοχόρα αν θες.
Ν- Ρε μάνα είσαι θησαυρός ξέρεις τόσα και δεν λες τίποτα?
Μ-έχουμε και πυροστιά στο σπίτι αλλά δεν ξέρω που χρησιμεύει είναι νεραιδοπυροστία έτσι την λένε
Ν- πάμε τώρα?
Μ- όχι η ώρα για να πάς εκεί είναι στις 8 το πρωί κοιμούνται. Το μεσημέρι βγαίνουν οι φύλακες και μας παίρνουν της ψυχές, και αν της ενοχλήσεις έτσι έλεγε έτσι έλεγε η γιαγιά σου..
εμένα το μόνο που με ένοιαζε ήτα να βρω την Γεντιάνη όλα τα άλλα τα άκουγα βερεσέ.
[B]Μέρος 13ο [/B]
Ν-Αφού δεν τα πιστεύεις γιατί μου λες να άμε στις 8 και όχι τώρα που είναι δέκα?
Μ-Ας κρατάμε της παραδόσεις όπως της βρήκαμε, δε ξέρεις πότε τι γίνεται.
Ν- που είναι τουλάχιστον αυτό θα μου το πεις?
Μ-πέρα στο σκαφίδι του Δράκου μου είπε σηκώθηκε να πάει να μαγειρέψει για να φαμε!
Ούτε φαγητό υπολόγιζα ούτε τίποτα, θα πάω μία βόλτα της είπα και έφυγα από την Γκρόσι σα τρελός.
Τα λόγια της τα τελευταία, τρύπησαν τα αυτιά και πήρα το δρόμο για το σκαφίδι 1 ώρα δρόμος από το χωριό και όλο ανηφόρα.
Ο ήλιος είχε βγει για τα καλά και οι τελευταίοι τσοπάνοι φέρνουν τα κοπάδια τους το μαντρί για στάλυ. Με χαιρετούσαν από μακριά με φωνάζουν με το όνομα μου, που κόντευα να το ξεχάσω.
Ο μπάρμπας Κλής ο Γηραιότερος μου είπε: Ω Αντών τσιαποών παένεις τέτοια ώρ θα σε βαρέσει ο ήλιος στο κεφάλι. Να χεις το νου σου έχει φίδια πολλά ο τόπος.
Α,μία βόλτα και θα γυρίσω του απάντησα, μάσε και ρίγανη και τσιάονο* μου είπε και γέλασε σίγουρα με πέρασε για τρελό με το λιοπύρι που άρχιζε να έχει.
Η πλαγιά ορθωνόταν μπροστά μου, καμαρωτή & τα μονοπάτια της τα δύσβατα μου φαινόταν ότι με καρτερούσαν για να περάσω.
Έβαλα την ανηφόρα με βαριά αναπνοή από τα πολλά τα τσιγάρα και κατευθύνθηκα, σαν τρελός για το σκαφίδι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|