|  | Κύριε Άξιε, πώς καταδέχεσαι
 την παρέα μας την ταπεινή;
 Και με μας να μιλάς πώς το ανέχεσαι
 με την ξένη, αστεία σου φωνή;
 Τέτοιον διασυρμό πώς τον δέχεσαι;
 
 Έχεις δει τα κλουβιά που μας κλείνουν;
 Έχεις δει τα χρυσά μας κελιά;
 Σαν κοιμόμαστε, φώτα δε σβήνουν.
 Σαν πετάμε, κρατάμε αγκαλιά
 τους μανδύες που οι άλλοι μας ντύνουν.
 
 Έχεις δει τα θεριά που μας ζώσανε;
 Έχεις νιώσει το φόβο αυτό;
 Νιώθεις πόσο κουράγιο μας δώσανε
 κάποιοι λίγοι που βρήκαν σκοπό
 και στον κόσμο για πάντα ριζώσανε;
 
 Μας μιλάς όλο με αλληγορίες,
 με αποστείρωσης λόγια στεγνά
 Μα οι παύσεις σου είναι ευκαιρίες
 να μας λύνεται η γλώσσα ξανά
 και να λέμε παλιές ιστορίες.
 
 Κύριε Άξιε, άκου τη γνώμη μας
 κι ας μην είμαστε trop comme il faut*.
 Δεν αξίζει σε σένα η συγγνώμη μας,
 ούτε καν ένα γέλιο στυφό,
 αν δεν ξέρεις πού βγάζουν οι δρόμοι μας.
 
 Έχεις μάθει τ' αστέρια ότι σβήσαν
 ένα-ένα απ' τη δική σου ματιά;
 Πώς ξεχνάς τις πληγές που αφήσαν
 οι επικρίσεις σου απ' τα ρηχά;
 Κύριε Άξιε, οι σκλάβοι ξυπνήσαν!
 
 
 
 * (προφέρεται "τρο κομ ιλ φο") = πολύ καθώς πρέπει
 
 
 | 
 |  |  |  |  |  |  |  |  | Στατιστικά στοιχεία |  |  |  |  | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
 
 |  |  |  |  |  |  |  | 
 
 
 
 |