| κλεισμένα βλέφαρα ανοίγουν το απροσπέλαστο
ένας πόντος απλώνεται μπροστά και πέρα από τα μάτια μου
πλατύς, που βρέχει τα νησιά και παίρνει τα καράβια
κι εγώ σε μόλο σαν να στέκομαι ,
κρατώ, μαντήλι μάλλον,
και χαιρετώ ότι χάνεται, δακρύζω σ’ ότι φεύγει:
κάτι παμπάλαια όνειρα ταγμένα στη ματαίωση
όνειρα που ποτέ – ποτέ δεν ήτανε δικά μου
μα τα ξεπροβοδίζω απλά έτσι για να ‘χει
κάποιαν αιτία η θλίψη μου
μιαν εντολή ακούγεται έξαφνα από φωνή χωρίς φωνήεντα
κι όπως χιλιάδες ψευδορκίες άστρων
συνοδεύουν την θανή της σάρκας μου,
βγαίνω από την ύλη μου και γίνομαι ένα
με τον αέρα που περνά πάνω από γιασεμιά
κι ευωδιαστούς υάκινθους,
κι ούτε που μ’ ενδιαφέρει πια
αν εξαπατήθηκα από το εφήμερο
ούτε αν υπάρχω, ούτε κι αν υπήρξα ποτέ,
αν είχα σώμα κάποτε ή θνητή ζωή
ή πάθη ανθρώπινα : μίση και πόθους πλησμονής
κι ερώτων αυταπάτες…
κι όπως θωπεύω με την έσω όρασή μου το ορίζοντα
που κατεβαίνει χαμηλά χωρίς να κατεβαίνει
κι άλικη βάφει τη στεριά μα δίχως να τη βάφει
κι αντανακλά στη θάλασσα χωρίς ν’ αντανακλά,
δε έχει σημασία πια αν ζω ή αν δε ζω
μήτε κι αν έζησα ποτέ μήτε ποτέ κι αν ζήσω
μονάχα παραδίνομαι σε ετούτο το παιχνίδι
τ’ ονειρικό της σκέψης μου,
με μιαν ευχή στα χείλη:
είθε να διαρκούσε αιώνια αυτή μου
η παραίσθησις
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|