| διχάζομαι, διχοτομούμαι, τέμνομαι
από μοιραίες αμφιβολίες που έρχονται και ξανάρχονται
σαν ξίφη διαπερνώντας τη σκέψη μου
ορίζοντας και καθορίζοντά με.
κι έρχονται τόσο τακτικώς, τόσο απαρεγκλίτως
που ενδεχόμενη μελλοντική απουσία τους
θα δείξει αναμφιβόλως
την απαρχή του τέλους μου
διασπείρομαι , σκορπώ, αφανίζομαι
κάτω απ’ το βάρος των αβάσταχτων παραδοχών
που έρχονται πάντα νύχτα ,με συνοδεία διπλού αυλού
απ’ τις παρόδους της ψυχής
χειρονομώντας θεατρικά
σαν μια πομπή δραματικού χορού
που εισβάλει στην ορχήστρα
προφέροντας με αργό ρυθμό και βασανιστικό
αρχαία αξεδιάλυτη μυστήρια φράση:
«τυφλός τα τ’ ώτα, τον τε νουν, τα τ’ όμματα ει»
συντίθεμαι όμως -άθικτος σχεδόν-
ξανά στο φως της μέρας
και να! ελπίδας νεοσσοί εκκολάπτονται
βαθιά –βαθιά στις κόρες των ματιών μου
και πλοία νεόδμητα εκκινούν
από νεώρια απάνεμα, για απάνεμα πελάγη…
φαίνεται ετούτες οι νυχτερινές περιπλανήσεις
στις δύσβατες οδούς της συνειδήσεως,
είναι σωτήριες για την ανθρώπινή μου φύση
γιατί θυμίζοντάς μου το «θνητόν», το "πέρας"
με προφυλάσσουν μερικώς
από τυχόν αλαζονίες κι επάρσεις
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|