| Θόρυβος, φωνές, βρισιές, συνωστισμός στα κόκκινα και πράσινα φανάρια
Λεωφορεία κι αυτοκίνητα που κουβαλούν νυσταγμένους,
εργάτες, φοιτητές, ξενύχτες και υπαλλήλους.
Ο χρόνος άχρωμος, αδυσώπητος ψυχές μετράει,
πρωί και βράδυ μάχεται με τους μελλοθάνατους μονομάχους της ακόρεστης ανάγκης.
Δάκρια και όνειρα λιπαντικά σε μηχανές παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων
πάθη σειρήνες σε ομορφοστολισμένες βιτρίνες.
Ο πόθος για το αύριο δακτυλίδι σε ματωμένα δάχτυλα που γδέρνουν,
αφαιρώντας αλύπητα τα επικίνδυνα όνειρα αποστήματα,
των όσων τόλμησαν και νόμισαν πως τέτοια επιτρέπεται να έχουν.
Αγοραίοι έρωτες, κορμιά βεβηλωμένα, ψυχές φυλακισμένες,
βρυχηθμοί ζωώδους ευχαρίστησης ανέραστων εραστών.
Φανάρια τρίχρωμα γαλέρες παιδικού εξαναγκασμού,
πολυπρόσωπο το φιλοθεάμων κοινό της παιδικής πορνείας,
αγέννητο σώμα κατακρεουργημένο έκτρωση η επιδιόρθωση του λάθους.
Σύντομα κορεσμένες νεανικές ζωές από επίπλαστη ηδονή και παραισθησιογόνα.
Γίνονται πότες του έργου θιασώτες, πλανάται το βλέμμα δεν γνωρίζουν το ψέμα
Καρεκλοφιλόσοφοι, γλάστρες τηλεπαραθύρων, ευνούχοι οσφυοκάμπτες
μεσίτες πλαστών επαίσχυντων κι νεοεφευρεθέντων αξιών.
Ένστολοι πιόνια στο σκάκι, με τα γκλόμπς στου παππού τους την πλάτη
Εκπορνευτές ψυχών, πλανίζοντες συνειδήσεων, εκτροφείς οπαδών,
βίαιη επιβολή μεταλλαγμένης ηθικής, από δήθεν.
Φωνή λαού σε ώτα κουφού, άρτος και θέαμα κι άλλαξε θέμα.
Φιμώνουν το στόμα, φραγμός στις σκέψεις.
Στη Σοφοκλέους ο νέος ναός, εκεί δεν χωρά ο Θεός.
Φωνές γερόντων σε ώτα μη ακουόντων,
εκκλησιές άδειες, λυπημένες οι μορφές στους τοίχους
αφημένα τα καντήλια δίχως φλόγα και λάδι
για να κτισθούν τα νέα κτήρια, καίνε η κόβουν τις ελιές.
Σπασμένος ο σταυρός κατάχαμα ριγμένος
και ο Χριστός τρέχει μακριά, ακόμα ματωμένος,
Οι λίγοι ελεύθεροι ανώνυμες σκιές βρώμικων τοίχων
αρνούνται φτύνοντας την ευνουχισμένη αλήθεια
των εχόντων και κατεχόντων επωνύμων ειλώτων
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 8 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|