| χρώμα λευκό
μεταξωτό πουκάμισο
και παντελόνι
φτιαγμένο απο άμμο
κυμματιστά
και άγρια
σαν τ'άθλιο τσούναμι
σαν μπάινεις μέσα τους βαθιά
κανέις δε θα σε βγάλει
χρώμα καστανοχρύσο
αυτό που παίρνει
ό κανβάς
όταν ηλιοβασίλεμα
απάνω του ζωγραφίζεις
σκιά μαυρη ολόμαυρη
σα λαθρομετανάστη
από την Αφρική σαν έφτασε
ούτε μια λέξη δεν άρθωσε
το χώσαν σα μουκάλα
που πάει για ανκύκλωσή
που πάει και ταξιδεύει
τη βρίσκει ένας πειρατής
έρχονται λέει απ'το Κιρκίς
μάυροι λεγεώνες
και πέρνει το μαχαίρι του
τα μούσια να ξυρίσει
δε θέλει και φοβάτε
μηπώς κι αναγνωρίσει
τη φάτσα το προσώπο
μα η ίριδα του γυαλίζει
ότι κι αν κάνεις ίδιος
εσύ στιγματισμένος
γονάτιστός σε μια γώνια
θα καταλήξεις "Βάσιλια"
εφημερίδες να γυρεύεις
τη νύκτα για να σκέπαστείς
οταν βαριές σταγόνες
απ'του Θεού τα μάτια
θα πέφτουν να σε βρέξουν
έκλεβές κι ήτανε καλά
άλλοι για 'σένα ορμούσαν
ήσουν ο γιος π'απέμεινε
δεν άξιζε δείλιασε και έφυγε
πριν καν
τον αντικρύσει
χώσε τώρα τον πλούτο του
μέσα σ'ένα τσουβάλι
μες τα κανόνια βάλε το
και με μπαρούτι
πυρπόλησε το κι όπου τα βγάλει
κάποιος φτωχός θα χτυπηθεί
με μια χρυσή δεκάρα
και το χαμογελό θα δώ
θα λέει πως είν'απ το Θεό
μα εγω θα ξέρω
πως είναι απο 'σένα
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|