| Πέντε η ώρα το πρωί κι ο ύπνος άγρυπνος.
Η χαραυγή άρχισε να σημώνει κι είπα να βγώ.
Στου πρωινού το θάμπος η πόλη ξύπναγε λεπτό με το λεπτό.
Φίδι πελώριο απλώθηκε στους δρόμους, μ'εκείνη την βουβή βουή που σε τρελλαίνει.
Στριμωγμένα πρόσωπα, στυφές ματιές, ανάσα από καυσαέριο, βενζίνη, πετρέλαιο και καταλύτη.
Σκέψη ανίσχυρη για να σκεφτεί, αφού τα αισθήματα κορμί και νου μουδιάζαν.
Ο δρόμος αδιάφορος, "κενός", στην γειτονιά σου μ'έβγαλε χωρίς να το προσέξω.
Κλεφτή ματιά στο μπαλκονάκι σου μ'ελπίδα έρριξα, για να σε δω να βγαίνεις.
Φώτα σβυστά, παραθυρόφυλλα καλά ασφαλισμένα και σένα στην αγκαλιά του να κοιμάσαι.
Ο ήλιος είχε ανέβει για καλά, το θάμπος έφυγε, όταν υπόσχεση έδωσα για άλλη μια φορά, από την γειτονιά σου να μην ξαναπεράσω.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|