Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132744 Τραγούδια, 271241 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 η καθαρση
 Αυτο το συγκεκριμενο κειμενο εχει ηδη τελειωσει...
 
[I][I]Θα γυρίσω πίσω σε σένα, όταν έρθει η παλίρροια

Σαν τα καράβια φαίνονται τη νύχτα τα νησιά
σταματημένα μες' στην μέση του πελάγου
Έχει η ανάσα τους μια γεύση, μια γεύση απ' τα παλιά
που αναστήθηκαν με κόλπα κάποιου μάγου
Εσύ δεν ήσουνα που μίλαγες για ιπτάμενες στιγμές;
Εσύ δεν ήσουνα που έκλαιγες γι' αγάπη;
Εσύ δεν έλεγες «οι άνθρωποι δε θέλουν διαταγές
από ανθρώπους μηχανές στο ρόλο του προστάτη»;

Μ' ένα τσιγάρο σα μεγάλη κιμωλία
μοιάζεις με φάρο που σκοντάψανε τα πλοία
Μ' ένα τσιγάρο σα μεγάλη κιμωλία
μοιάζεις με φάρο που σκοντάψανε τα πλοία

Η θάλασσα χορεύει το δικό της ταγκό με την γη. Στροβιλίζεται και φιγουράρει μες τα καλύτερα σαλόνια. Είναι ανεξάρτητη και τσαχπίνα όπως καμία άλλη, μπορεί να σε κάνει να την αγαπήσεις αλλά ταυτόχρονα να την μισήσεις όσο τίποτε άλλο. Είναι πάντα εκεί θα σε περιμένει, πάντα εκεί! Στην επόμενη στροφή. Αν το καλοσκεφτεί κανείς η θάλασσα είναι ένα μέρος κάθαρσης. Εκεί βρίσκει καταφύγιο κανείς όταν το χρειαστεί, όταν πληγωθεί, όταν θέλει να βυθιστεί σε σκέψεις που μόνο πόνο προκαλούν. Κι όμως είναι η μόνη, η οποία θα σε ακούσει χωρίς αντάλλαγμα και φυσικά δεν θα τα πει πουθενά θα τα κρύψει βαθιά, στα νερά της.
Αρχές φθινοπώρου και τα σύννεφα έχουν καλύψει το περισσότερο μέρος του ουρανού. Νυχτώνει ή πλησιάζει καταιγίδα; Ένα ελαφρό θαλασσινό αεράκι, σε μουδιάζει! Σε ταξιδεύει, σε άλλα μέρη και σε άλλους ανθρώπους. Η κοπέλα που στέκεται στην αποβάθρα κοιτάζει τον ορίζοντα -καλοκαιρινά ακόμα ντυμένη, αρκετά ψηλή, με καστανά μαλλιά ίσα, μακριά! Πιασμένα κοτσίδα, ένα φουστάνι φορούσε και ένα κολεγιακό για ζακετάκι, τα μάτια της δυο μικρές θάλασσες, σαν να αναπνέουν μέσα από την πηγή της νιότης, τη θάλασσα, τα πόδια της γυμνά! λες και είναι άτρωτη- κάτι ψιθυρίζει, σε ποιόν; Αφού μόνη της είναι…
« Εδώ σε είδα πρώτη φορά, σε αυτή την θάλασσα! Τέτοιο καιρό εγώ γύρω στα 18, ακόμα το λύκειο δεν το είχα τελειώσει, λίγος χρόνος πίεσης έμενε και μετά θα εξερευνούσα τον κόσμο. Εσύ, βέβαια, σπούδαζες στο ναυτικό, σε είχαν φέρει για εκπαίδευση στο νησί, όπως το έλεγες, ένα ψαροχώρι ήταν βέβαια αλλά στα μάτια σου όλα φαίνονταν δυνατά να γίνουν καλύτερα. Προσπαθούσα, τις προάλλες να θυμηθώ πότε ακριβώς και πως σε γνώρισα, φυσικά το μυαλό μου, μου καταδίκασε τις σκέψεις αυτές, αφού τις έχει ωραιοποιήσει αρκετά και σε σημείο να αμφιβάλλω και γω αν τις έζησα. Ήταν καλοκαίρι του ’99 θυμάμαι όταν σε γνώρισα! Αυτοκόλλητοι για ένα ολόκληρο καλοκαίρι –ζήσαμε τον απόλυτο νεανικό έρωτα, με ημερομηνία λήξης- μοιραστήκαμε τα καλά και τα άσχημα, αλλά ο χρόνος μας επιφύλασσε εκπλήξεις γενεθλίων. Οι σπουδές οι δικές μου, η εκπαίδευση η δική σου, χαθήκαμε. Στέλναμε γράμματα, αλλά η πληγή πονούσε. Βλέπεις τα γράμματα δεν είναι ικανά να καλύψουν την πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία. Είναι το παν για μένα να βλέπω τις αντιδράσεις του συνομιλητή μου στο πρόσωπο του, τις συσπάσεις στα μάτια του, το κόμπιασμα στην φωνή του, την αμηχανία στο σώμα του. Μιλούσαμε αρχικά για πράγματα κοινά, αρχικά! Γιατί ύστερα προσπαθούσε ο ένας να μεταφέρει γνώσεις στον άλλο. Εσύ για μουσική, δεύτερο πάθος και γω για την γραφή… Κανείς μας δεν μπόρεσε να μεταδώσει το πάθος που υπήρχε για τις εκάστοτε γνώσεις. Ποτέ δεν αναρωτηθήκαμε γιατί απλά πιστεύαμε ότι δεν κάναμε σωστά κάτι! Δεν μπορούσα να πιστέψω πια ότι μετά από τόσα χρόνια θα μπορούσα να γυρίσω πίσω τις σελίδες του χρόνου για να μάθω, επιτέλους, αυτό που μου είχες πει τότε πριν φύγουμε ο ένας από τον άλλο. Μου είχες διαβάσει κάτι που είχες γράψει, ένα βράδυ, που δεν ήθελες να κοιμηθείς και απλά αγνάντευες το αυγουστιάτικο φεγγάρι. « Με σκέφτεσαι καμία φορά, εκεί που γυρνάς! Πες μου το αντίο πια να ζήσω, να αφήσω, να ξεχαστώ, στα δυο σου μάτια να χαθώ, να ζεσταθώ και ύστερα απλά να φύγω να σωθώ… Τι θα ‘ταν τάχα αυτό που μου ζήτησες να δώσω και γω έχασα, έχασα για πάντα εσένα… Από μια άρνηση, από μια λέξη… από το φύγε! αλλά και από το μείνε!… και τα δύο ίδια θα πονούν, εφόσον δεν θα είσαι εσύ εκεί!» Είχα βουρκώσει, φαινόταν στο βλέμμα σου η αλήθεια! Ήξερα ότι αυτό που ζήσαμε ήταν αληθινό ότι και αν έλεγες για να το διαψεύσεις. Το ‘νιωθες όπως ένα πωρωμένο σόλο στην κιθάρα σου, όπως ένα χάδι από το θαλασσινό αεράκι στο πρόσωπο σου. Ο καιρός πέρασε και γω περιπλανιόμουν στα πλακόστρωτα σοκάκια της πόλης, της καινούριας μου πατρίδας, Θεσσαλονίκη είναι αυτή εμένα δεν θα μάγευε… Το πρώτο καιρό νόμιζα ότι έβλεπα παντού το πρόσωπό σου, νόμιζα ότι σε άκουγα να φωνάζεις το όνομά μου: Νεφέλη… Μετά συνήθισα στην αποκοπή μου από σένα, άρχισα να βγαίνω να ζω την ζωή μου, όπως μου έλεγες και συ! Περίμενα τα γράμματά σου, σαν την μεθαδόνη που παίρνουν οι ναρκομανείς! Χαθήκαμε η μεγάλη αλήθεια, πληγώνει ακόμα και σήμερα αλλά η ριμάδα παραμένει να είναι αλήθεια…» Η Νεφέλη βουτά στο κρύο νερό, το νιώθει στο δέρμα της, να την παγώνει! Αλλά δεν θέλει να βγει από αυτό. Η κάθαρση πήρε το δρόμο της και ίσως να ήταν παρά μόνο μια απόφαση, ικανή να διαλύσει κάθε ισορροπία.
« Βγήκα από το καταφύγιο μου, νιώθοντας ένα διαπεραστικό ρεύμα ψυχρού αέρα να διαπερνά το σώμα μου. Τα σύννεφα ολοένα και περισσότερο πύκνωναν και η επιστροφή μου, στο κατά τα άλλα παλιό μου εαυτό, ήταν κοντά. Περπάτησα την μεγάλη ανηφόρα, ξυπόλυτη όπως μικρή, προσπέρασα τον μεγάλο πλάτανο και σκαρφάλωσα την μαύρη παλιά και ιδιαιτέρως αρχοντική πόρτα και μπήκα στην αυλή του σπιτιού. Λες και άνοιξα την πόρτα σε αναμνήσεις και ίσως σε χαρούμενες στιγμές. Τα γόνατα μου λύθηκαν, νόμιζα ότι θα χανόμουν στην δύνη του χωροχρόνου και όλα για αυτά για μια ξεχασμένη ανάμνηση, θόλωσε η εικόνα του, θόλωσαν οι όλες αναμνήσεις» και θυμήθηκε το τραγούδι, τα λόγια χαμένα, τρέχουν σπινάροντας στο μυαλό της και τότε άκουσε την ίδια μελωδία με τότε! Κοίταξε πίσω της, μα κανείς δεν ήταν! Ο ουρανός ολοένα και περισσότερο μαύριζε. Και δάκρυα, πολλά δάκρυα έκαιγαν το πρόσωπο της. Μα γιατί όλα τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, γιατί να την κυνηγάει ακόμα το παρελθόν της; Η κάθαρση ξεκίνησε αλλά ακόμα πολύς ο πόνος. Μόνο μια κραυγή έβγαλε και ύστερα τίποτα όλα χάθηκαν. Οι πρώτες στάλες βροχής έπεσαν, ύστερα από τόσους μήνες καύσωνα και λειψυδρίας. Έμεινε εκεί μέχρι να βρει την δύναμη να σταθεί στα πόδια της. Ανέβηκε την σκάλα, πήρε το κλειδί από την γλάστρα και μπήκε μέσα…
Λευκά σεντόνια κάλυπταν τα παλιά έπιπλα και το σπίτι μύριζε κλεισούρα. Άφησε ανοιχτή την πόρτα και προχώρησε στα δωμάτια, προχωρούσε και άφηνε στο ξύλινο πάτωμα ίχνη από πατημασιές καθώς τα πόδια της ήταν ακόμα από την βροχή βρεγμένα. Περπάτησε όλο το σπίτι και στο τέλος έφτασε στο δικό της, στην σοφίτα. Έκατσε λίγο απέξω και ύστερα μπήκε μέσα, οι τοίχοι βαμμένοι μοβ, μια μαύρη φλοκάτη στο δάπεδο, οι κουρτίνες λευκές, και με μεγάλα γράμματα στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι της. «Could I forgive you?» Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει, τα πινέλα της, οι μπογιές της, το πανί που σκούπιζε τα χέρια της, και ο τελευταίος της καμβάς, που περίμενε καρτερικά τις τελευταίες πινελιές. Μα πως θα μπορούσε τώρα, να το τελειώσει, πολύ θα ήθελε αλλά τότε ήταν 18 και τώρα 27 μα πως θα μπορούσε να αποτυπώσει στο σχέδιο, τα αισθήματά της για εκείνον; Δεν ξέρει καν αν αισθάνεται πλέον! έχει κλειστεί στην μοναξιά της κι την αυτοεξορία της τόσο καιρό, και εκείνοι οι στίχοι που της έρχονται στο μυαλό και την κάνουν να αισθάνεται άνευρη, αναίσθητη και ίσως ενοχικά φυλακισμένη μέσα σε έναν άλλο κόσμο, όπου τα όνειρα και οι αισθήσεις της, οι υποχρεώσεις και τα θέλω της, έρχονταν σε συνεχή σύγκρουση. Από το κινητό της ακούστηκαν αυτοί οι στίχοι επίτηδες το είχε βάλει εκεί σαν μια υπενθύμιση για το τι ήταν! «Δεν πειράζει που δε σου ήρθε η ζαριά τζογάρισες στο όνειρο κι είσαι έτοιμος για όλα Το λέει κι ένα τραγούδι που μας μάθαιναν παλιά: Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΤΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΟΛΑ» το παράτησε κάπου στο κρεβάτι, γύρω από βγαλμένα ρούχα, ότι φορούσε ήταν βρεγμένο, φόρεσε μια μακριά μπλούζα, άφησε κάτω τα μαλλιά της και έβγαλε από την τσάντα της τις καινούριες μπογιές που είχε αγοράσει το ίδιο πρωί. Άλλαξε καμβά, έβαλε μουσική στο κοντινό της cd player κατ ήρεμο από την cdθήκη της, άνοιξε τα παράθυρα, για να μπαίνει κρύος καθαρός αέρας και ύστερα έτσι απλά άρχισε να ζωγραφίζει.
Κεφάλαιο 1ο : Tabula Rasa
« Ήταν πρωί, όταν ξύπνησα. Έβρεχε ακόμα. Σηκώθηκα και άνοιξα τα παράθυρα, η μυρωδιά από το βρεγμένο χώμα, αμέσως αφύπνισε τις αισθήσεις μου. Και το μυαλό μου άρχισε να παίζει περίεργα παιχνίδια. Πριν φύγω από την Θεσσαλονίκη, η παρέα μου είπε ότι θα πρέπει να βρω το δρόμο μου στην ζωή. Τότε τους είχα πει ότι απλά θέλω να ζήσω για λίγο διάστημα μόνη μου, χωρίς κανέναν. Η Κάτια παραμέρισε τους άλλους και μου είπε «Βγες από την κόλαση στην οποία ζεις, άσε την αυτοεξορία σου γιατί κανείς δεν θα πέσει να σε σώσει… μην έχεις ψευδαισθήσεις» έφυγα τόσο απλά και δεν κοίταξα πίσω, ήταν σαν και εκείνες τις ταινίες που μοιάζει το κλίμα να αλλάζει όταν παίρνει κανείς μια απόφαση. Δεν γύρισα να κοιτάξω, ένιωθα ότι από την στιγμή που είχα επιλέξει να φύγω από εκεί, δεν έπρεπε να κοιτάξω πίσω, ήταν σαν να ακύρωνα την απόφαση μου, τόσο άσχημο για μένα. Και έτσι ήρθα εδώ, έπρεπε να κλείσω ανοιχτούς λογαριασμούς, ξέχασα τις καλές στιγμές, τα θέλω μου, ζούσα τόσο καιρό στο παρελθόν μου και ήταν μια διεστραμμένη πραγματικότητα. Γιατί καμιά φορά αναρωτιόμουν μήπως ήμουν πολύ συναισθηματική με τους ανθρώπους γύρω μου! Και ύστερα σκεφτόμουν αν και εσύ καμιά φορά με είχες σκεφτεί ύστερα από την οριστική μας «φυγή» μας! Πολλές φορές προσπάθησα να σε πάρω τηλέφωνο, να ακούσω την φωνή σου, μήπως και με βοηθήσει αλλά πουθενά δεν σε εβρισκα… λες και όλοι ξέχασαν την φωνή σου, το όνομά σου, την παρουσία σου. Μα πως γίνεται αυτό και όλοι λειτουργούν σαν να μιλάω για νεκρό ή τουλάχιστον φάντασμα, σαν να μην έζησες ποτέ!!! Μα πως αφού τόσα περάσαμε μαζί, γιατί όλοι νομίζουν ότι δεν σε ξέρω και προσπαθούν να με αποτρέψουν από αυτά που θέλω, ή ήθελα. Προσπαθώ να ξεχαστώ. Να με αφήσουν όλοι ήσυχη, δεν θέλω κανένα, απολύτως κανέναν…»
Η Βροχή συνέχιζε το θεάρεστο έργο της, καθώς η Νεφέλη έσκαβε το παρελθόν της, μήπως και βρει την άκρη. Άνοιξε τα φωτογραφικά album, θυμήθηκε τα γράμματα του, το πρόσωπο του, το χαμόγελό του. Ένα τυλιγμένο χαρτί, τα χέρια της το ανοίγουν, ζωγραφισμένο το πρόσωπο του και ύστερα με μαύρο στυλό γραμμένες λέξεις. «why couldn’t I save you? Έκλεισε τα μάτια της και εικόνες πολλές ήρθαν στο μυαλό της. Ένα τρακάρισμα, μια μηχανή, αίματα πολλά, ο δρόμος βρεγμένος, και λίγο πιο πέρα ο δικός της φίλος, ο δικός της κιθαρίστας. Δάκρυα, καθαρίζουν τα μάτια της, και τότε ίσως να θυμήθηκε. Δύο χρόνια πριν, ένα βράδυ, είχε έρθει Θεσσαλονίκη, είχαν κλείνει ραντεβού, η ίδια πήγε, αυτός δεν τα κατάφερε, τότε νόμιζε ότι απλά μετάνιωσε, τώρα θυμήθηκε γιατί δεν ήρθε. Θυμήθηκε τα τόσα χρόνια, έλεγε ψέματα στον εαυτό της, και αυτό γιατί δεν ήθελε να παραδεχτεί την αλήθεια, γι’ αυτό κλείστηκε στον εαυτό της, και δεν ήθελε να ακούει λέξη γύρω από τα εφηβικά της χρόνια και κυρίως για τον άνθρωπο αυτό, την πλήγωνε που δεν μπορούσε ίσως να τον βλέπει, έστω και από μακριά. Πέθανε ακριβώς πριν δύο χρόνια και αυτό γιατί βιαζόταν να την δει, ήθελε τόσο να την δει… Έκλεισε το album γρήγορα, και κατέβηκε τις σκάλες, βγήκε από το σπίτι, έτρεξε έως την παραλία και ύστερα δίχως δεύτερη σκέψη βούτηξε στη θάλασσα. Ένιωθε τα πόδια της δεμένα, το σώμα της άκαμπτο, τα μάτια της να δακρύζουν ακόμα και τώρα που όλη είναι μέσα στο νερό. Ήθελε να ουρλιάξει από τον πόνο, και όλο αυτό μόνο και μόνο Γιατί το μυαλό της, της είχε απαγορεύσει την αλήθεια, την είχε βάλει σε μια διαφορετική πραγματικότητα, πίστευε με όλο της το είναι, ότι απλά είχαν χαθεί, ότι δεν ήθελε να την βλέπει μπροστά του, τόσο απλά του έριξε το όλο φταίξιμο. Το μυαλό της είχε πλέξει ένα πολύ ωραίο παραμύθι μόνο και μόνο για να μην αισθανθεί την φυγή αυτή…Λες και θα ήταν καλύτερα αν ζούσε σε αυτό το παραμύθι…
9 χρόνια πρίν…Καλοκαίρι
«Βραδάκι, καλοκαίρι, το φεγγάρι, πρώτη φορά ύστερα από τότε, που ήρθα σε αυτό το νησί για εκπαίδευση, είναι γεμάτο. Πανσέληνος, λοιπόν! Πρώτη φορά κρατώ ημερολόγιο, και ξέρω ότι θέλω να θυμάμαι αυτή την στιγμή για όλα τα χρόνια της ζωής μου, αλλά για πόσο! Θα μείνουν οι λέξεις κολλημένες στην σημασία τους και μέχρι πότε θα μπορώ να τα θυμάμαι χωρίς καν να τα διαβάζω; Σήμερα κατέβηκα στο λιμάνι για μια βόλτα, μιας και είναι καλοκαίρι μας δίνουν και καμία παραπάνω άδεια. Δεν θυμάμαι τόσο τον κόσμο, οι τους τουρίστες που γυρνούσαν σαν χαμένοι, θυμάμαι καλύτερα, και ίσως και περισσότερο την Νεφέλη...
Κάθε μέρα σε εκείνο το σημείο, γύρω στα 17 με 18, καθόταν στο μόλο στο σημείο που κάθομαι κι εγώ κάθε βράδυ και την περιμένω, είχε πάρει ένα περίεργο τετράδιο, που πιθανώς το είχε ζωγραφίσει. Απεικόνιζε το πρόσωπο ενός ανθρώπου, μόνο που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αν ήταν άντρας ή γυναίκα. Είχε έντονα χαρακτηριστικά, τα μαλλιά του ανθρώπου, αυτού, έπεφταν έντονα στο πρόσωπο, τα μάτια του, πράσινα, και τα χείλη του ομοιόμορφα, κανένα χαρακτηριστικό, θυμάμαι, δεν υπερτερούσε ώστε να βγάλει κανείς ένα συμπέρασμα. Οι απαντήσεις της διέφεραν από άνθρωπο σε άνθρωπο που την ρωτούσε, αν της έλεγε ότι ήταν κοπέλα, τότε του έλεγε ότι ήταν ένας άντρας, που απλώς είχε μαζέψει τα μαλλιά του πίσω.
Δεν ξέρω τι με έλκυε σε αυτή την κοπέλα, αν ήταν το χαμόγελό της ή το γέλιο της, ή οι ψυχολογικές μεταπτώσεις που μπορούσε να υποστεί μέσα σε πέντε λεπτά. Είναι αρκετά ψηλή, αλλά όχι και ντερέκι. Μακριά μελί στο χρώμα, μαλλιά! Και γαλάζια μάτια σαν δύο μικρές θάλασσες. Το σώμα της αρκετά προσεγμένο, φροντισμένο, και είχε αυτό το παράξενο στυλ. Που σε κάρφωνε να την κοιτάς μέχρι να σε καταλάβει! Και χαμογελάσει. Δεν ήταν προκλητική, ήταν θα έλεγα, αινιγματική, μπορεί να σε κοίταζε για ώρα, καρφωμένα στα μάτια, αλλά να μην μπορεί κανείς να σκεφτεί, να καταλάβει, τι σκέφτεται! Και γιατί. Δεν άφηνε ούτε ένα στοιχείο να βρεις για να καταλάβεις τι νιώθει. Σου έλεγε πάντα μια λέξη, δεν της άρεσε να λέει πολλά, προτιμούσε να μιλάνε τα κείμενα της για την ίδια. Είναι δυναμική, ανεξάρτητη και αυτάρκεις. Είχε το ηγεμονικό στοιχείο μέσα της, δεν σε άφηνε να αποφασίσεις μόνος σου, ότι έλεγε νόμος, βέβαια για να μην τσαντιστείς πολύ απλά σου άφηνε την τελευταία λέξη, φαινομενικά ότι εσύ είχες το λόγο, και την «εξουσία» Φαινομενικά όπως είπα… Ήταν εκτός τόπου και χρόνου πάντοτε, δεν κατέβαινε να μιλήσει στο δικό σου κόσμο, εσύ έπρεπε να πας στον δικό της. Παρόλα αυτά ήταν αξιολάτρευτη και υπερβολικά ερωτική, θα μπορούσε να πει κανείς. Με τα φουστάνια της και τα ίσα μαλλιά της, με το χαμόγελο της και τα γαλάζια μάτια της, με την ζωντάνια της αλλά και την μελαγχολία της! Ήταν απλά υπέροχη… Δεν θέλω να κρατήσω στις σελίδες αυτού του ημερολογίου κάτι που θα ήθελα να δω αλλά την πραγματικότητα, μονάχα.
Καθόταν στο μώλο, οκλαδόν, έγραφε, όχι γρήγορα, αλλά με σταθερή ταχύτητα. Πιο πέρα παιδιά πλατσούριζαν, ή προσπαθούσαν να κολυμπήσουν! Ότι και να ήθελαν να κάνουν πάντως, δεν το κατάφερναν και γι’ αυτό όλη η παραλία είχε γεμίσει από ουρλιαχτά και κλάματα, αντε σου λέω και εγω μερικά γέλια εδώ και εκεί. Αλλα αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι δεν αντιδρούσε σε τίποτα, δεν κοιτούσε με περιέργεια, ούτε καν το προσπαθούσε. Έκατσα κοντά της, γύρισε με κοίταξε μια φορά, και συνέχισε την δουλειά της. Μπορώ να πω ότι ήταν το χειρότερο φτύσιμο που είχα φάει και υστερα όταν σηκώθηκε να φύγει, ήρθε στάθηκε δίπλα μου και μου είπε την εξης πρόταση: « Με λένε Νεφέλη» να πω ότι το περίμενα θα πω ψέματα, να πω ότι είχα ξεχάσει και το όνομά μου είναι αλήθεια… Μια κοπέλα 17 χρονώ με είχε κομπλάρει όσο καμία άλλη, καλά εντάξει εγω δεν είχα και τις φοβερές κατακτήσεις, να μην το παινευτώ αλλά ήμουν και πρώτος γυναικοδιώκτης! Ναι ίσως γι’ αυτό να διέφερα από την παρέα μου, όλοι είχαν «χαρέμια» αλλά αυτό που δεν μπορούσαν να καταλάβουν ήταν ότι εγώ είχα βρει την ερωμένη μου, κάθε βράδυ ήταν δίπλα μου, και δεν χρειαζόταν ούτε καν να μιλάμε, φυσικά και! ήταν η μόνη η οποία ήξερε τα πάντα για μένα, ήταν κάτι πραγματικά αξέχαστο, η μουσική, η κιθάρα μου, ένιωθα ότι αν μπορούσα να αποκοπώ από όλο τον κόσμο, δεν θα με πείραζε ήταν το καταφύγιο μου, δεν μου ζητούσε τίποτα ούτε καν το πιο απλό, ίσως ήταν η μόνη η οποία με ήθελε χωρις να αλλάξω. Και ναι εκείνο το καλοκαίρι προσπάθησα να αποκοπώ από τον κόσμο, αλλά γνώρισα την Νεφέλη, κάτι μου έλεγε ότι θα μου αλλάξει την ζωή. Μετά από μέρες και ατέλιωτους καφέδες και συζητήσεις όλων των περιεχομένων, αυτό που διαπίστωσα ήταν ότι πάντοτε, είχε ένα πάθος με την «κάθαρση» όχι με την εξωτερική, αλλά την εσωτερική. Σε πίνακες της, σε κείμενα της, έβλεπα συνεχώς αλλοτε άμεσα και αλλοτε έμμεσα, την κάθαρση των ηρώων... Οι ήρωες της δεν ήταν επιτηδευμένοι, ήταν άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Δεν πίστευε σε ουτοπίες και τέτοια απίθανα σενάρια όπως έλεγε η ίδια, ήταν καθαρά ρεαλίστρια και αυτό μερικές φορές σου έσπαγε τα νεύρα, καθώς δεν μπορούσε κανείς να της αλλάξει γνώμη. Αυτή η μανία της με την κάθαρση, με οδηγούσε συνεχώς σε μια αδιόρατη αμηχανία και πολλές φορές σε μια υποχρέωση κατά κάποιο τρόπο να απολογηθώ, για πράγματα που παλιότερα δεν θα σκεφτόμουν ποτέ. Θα μπορούσα να πω κάλλιστα ότι η Νεφέλη ήταν ένα καινούριο καταφύγιο. Εγωιστικό αλλά με έκανε να αισθανθώ, Αλέξανδρος, καθαρά Αλέξανδρος, δεν φοβόμουν μήπως δεν ανταποκρινόμουν στις θελήσεις της ούτε στα πρέπει της, γιατί ακριβώς δεν περίμενε τίποτα από μένα, εκτός από το να είμαι ειλικρινής και ό,τι θέλω να της πω, να της το λέω μπροστά της την ενοχλούσε αν έλεγα κάτι πίσω από την πλάτη της. Το θέμα είναι ότι πολύ γρήγορα από την φιλική και ουδέτερη σχέση με πάρα πολύ συζήτηση, καταλήξαμε να έχουμε μια σχέση πιο στενή, τόσο που μόνο τρόμο έφερνε σε άλλους ανθρώπους. Σαν αυτοκόλλητα ήμασταν… αλλά ρε ο χρόνος περνάει και όπου να ναι θα πρέπει να φύγω εγώ από το νησί και η Νεφέλη να ξεκινήσει την πάλη για το μεγάλο της καλοκαίρι. Δεν ξέρω δεν θέλω να σκέφτομαι ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει, και δεν θα είναι και από δική μας επιλογή! Και τώρα που είναι βράδυ και εγώ την περιμένω να τελειώσει το διάβασμα, αναρωτιέμαι! Γιατί προσπαθούμε να βρούμε το τέλειο, και γιατί πριν κάτι τελειώσει σκεπτόμαστε ότι όταν θα τελειώσει θα πληγωθούμε; Δεν έχει νόημα να αρχίσει κάτι και να σκέφτεσαι πότε θα τελειώσει, είναι σαν να περιμένεις την λύτρωση από τον πόνο και τον χαμό. Κάτσε ρε φίλε να τελειώσει και μετά πέσε και πνίξου στην κατάθλιψη σου. Ζήσε το παρόν και βλέπουμε για μετά… Άντε και καλή τύχη ήρθε η Νεφέλη…
Τώρα- 9 χρόνια μετά…
Η Νεφέλη έκλεισε το ημερολόγιο του Αλέξανδρου και κοίταξε γύρω της τον υπέροχο χαμό, από φωτογραφίες και κείμενα του, από παρτιτούρες και στίχους, από πράγματα που της τον θύμιζαν και πράγματα που ευχαρίστως θα έσπαγε αν ήταν να έρθει κοντά της. Άφησε τους συναισθηματισμούς πίσω και σηκώθηκε όρθια. Μάζεψε τα μαλλιά της αφήνοντας μερικά να πέφτουν στους ώμους όπως ίσως άρεσε στον Αλέξανδρο. Κοίταξε τον άδειο καμβά, πήρε το πινέλο και άρχισε να ζωγραφίζει όπως παλιά. Παραδόθηκε πλέον στην κάθαρση, που πολλοί θα απαρνιούνταν, παραδόθηκε στις σκέψεις της και ύστερα απλά στο παρελθόν της… Στην δική της κάθαρση, τα χρώματα έγιναν σκιές και οι σκιές λέξεις, και οι λέξεις απλά ένας τρόπος λύτρωσης που ακόμα και τώρα την πονάει, σαν ένα σύγχρονο riff από ηλεκτρική κιθάρα γεμάτο μίσος και ένταση, σαν αυτά τα πωρωμένα τραγούδια, που σε κάνουν να ονειροπολείς κάθε γλυκόπικρη στιγμή, και αξία ζωής. Τι ήταν πιο τραγικό δεν ξέρω, ότι πλέον περπατούσε σε ένα δωμάτιο γεμάτο φωτογραφίες ασπρόμαυρες και χρωματισμένες, από σελίδες ημερολογίου και γενικότερων άρθρων, από αναμνήσεις και αισθήσεις καλά θαμμένες και στην τελική όλες ξεχασμένες, κρυμμένες σε ένα μικρό κομμάτι του μυαλού της. Μέχρι που φτάνει η αλήθεια και μέχρι που το ψέμα είναι μερικές σκέψεις της Νεφέλης. Στον καμβά πλέον, αρχίζει να φαίνεται η παραμικρή λεπτομέρεια του προσώπου του Αλέξανδρου. Στο κοντινό cd player παίζει το πρώτο και τελευταίο cd του Αλέξανδρου. “Walk through the fire”. Δεν δακρύζει δεν κλαίει, ίσως έγινε αυτό που πάντα ήθελε ο Αλέξανδρος! Πάντα την Νεφέλη την διακατείχε ο δυναμισμός αλλά όταν ήταν ευάλωτη γινόταν έρμαιο των άλλων και ορισμένες φορές αποσιωπούσε την γνώμη της μήπως και με τα λόγια της πληγώσει κανέναν. Αλλά όχι πια, όχι ρε στην πραγματικότητα ήξερε ότι όντως είχε πεθάνει πριν 2 χρόνια ο Αλέξανδρος, όπως ήξερε και την ύπαρξη του ημερολογίου, και των γραμμάτων, δεν έφταιγε το μυαλό της, ούτε κανείς. Η ίδια κατηγορούσε τον εαυτό της κάθε μέρα για την κατάσταση αυτή. Από τότε που έμαθε ότι πλέον ο Αλέξανδρος είναι νεκρός, κάθε μέρα πλήρωνε για την κατάσταση αυτή. Θυμόταν λέξεις του και γράμματα του, θυμόταν τραγούδια και κινήσεις του. Δεν έφταιγε η ίδια αλλά δεν άφηνε κανέναν άλλο να πάρει την ευθύνη. Ποια ευθύνη δηλαδή, κανείς δεν έφταιγε… Μόνο η κάθαρση…
Κεφάλαιο 2
« Προσπαθώ…»
Έχουν περάσει 3 μήνες από την νέα αρχή της Νεφέλης. Πλέον αφού έφτιαξε το αρχοντικό της γιαγιάς της, έβαλε μπροστά την νέα της έκθεση, με θέμα βέβαια την λύτρωση αλλά και τις αναμνήσεις. Στέκεται μέσα στον κόσμο, διαφορετικά, αλλαγμένη, και κυρίως με ένα πλατύ χαμόγελο. Θα έλεγε κανείς ότι ξεπέρασε φοβερά εμπόδια και κινδύνους. Η συνέντευξη της ήταν ιδιαιτέρως ευαίσθητη αλλά και φοβερά αισιόδοξη με ένα μόνο ψεγάδι, την θλίψη που σχηματιζόταν στο πρόσωπο της κάθε φορά που της ανέφεραν το όνομα του κεντρικού ήρωα της, του Αλέξανδρου. Η απαντήσεις της αποστομωτικές και ιδιαιτέρως καυστικές. Δεν απάντησε σε καίρια προσωπικά θέματα, αλλά στην παρουσία του και κυρίως στην βοήθειά του στην ζωή της και στην απελευθέρωση της από δεσμά, που μόνο καλό δεν της έκαναν. Στην ερώτηση πως βλέπεται την ζωή σας 2 χρόνια μετά, θυμήθηκε την απάντηση του συγκροτήματος του Αλέξανδρου, «απλά δεν την βλέπουμε!» το ίδιο απάντησε και βέβαια συμπλήρωσε δίνοντας παράλληλα, και μια συμβουλή, «ζήστε το παρόν και αφήστε τα σχέδια για όταν είναι η ώρα τους. Μην τρέχετε το χρόνο μπροστά, αξιοπίστε τον αργά-αργά και κάντε κατάλληλες κινήσεις για να βρείτε τους εαυτούς σας.»
Όταν έφυγαν όλοι και ήταν ώρα να κλείσει την έκθεση για σήμερα, έκατσε στο κέντρο του χώρου και κοίταξε διεξοδικά την «τέχνη της» ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της, και ύστερα ένα απλά τραγούδι, αν και δεν είχε τραγουδήσει ποτέ χωρίς κάποια μουσική, τώρα ήταν διαφορετικά δεν φοβόταν τίποτα και κανέναν…
«But am coming back and am taking back everything I can
It’s breaking me up and tearing me up its all I have…
Today is the day we’ll fade away today is the we’ll fade away
Today is the day we’ll find our way grown today is the day we’ll
FADE AWAY»
Τραγούδησε η Νεφέλη, και τα τακούνια της έκαναν έναν το συνηθισμένο χτύπο που κάνουν τα τακούνια στο ξύλο, έκλεισε τα φώτα και είπε για πρώτη φορά αντίο στο παρελθόν της…
Η κάθαρση έλαβε τέλος. Η ισορροπία είχε διαταραχθεί για άλλη μια φορά, μετά από πολύ καιρό ηρεμίας και για πρώτη φορά όλοι ήταν έτοιμοι, να υποστούν τις συνέπειες… Ούτως ή άλλως ο χαμένος τα παίρνει όλα... Μόνο αυτές οι λέξεις είχαν μείνει πια, να ειπωθούν…

ΤΕΛΟΣ[/I][/I]


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 5
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Αταξινόμητα
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

the soul would have no rainbow if the eyes had no tears...
 
χρηστος καραμανος
05-05-2008 @ 07:44
Το διάβασα όλο και μου άρεσε πολύ!είσαι ταλέντο στο γράψιμο πεζού λόγου!
isidora
05-05-2008 @ 08:06
Αν το καλοσκεφτεί κανείς η θάλασσα είναι ένα μέρος κάθαρσης ::yes.::
χρηστος καραμανος
05-05-2008 @ 09:09
είσαι πολύ καλή συγγραφέας,πρόσεξε μην χαθείς,να εκδώσεις βιβλίο!πάντα τέτοια!
Helene52
05-05-2008 @ 09:50
Αφωνη !!!!!!!
Κ α τ α π λ η κ τ ι κ ό !!!!!!!! ::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
Μαρισσα
09-08-2008 @ 07:08
ενταξει,τα εχουμε πει για την καθαρση!!ειναι απο τα καλυτερα που εχεις γραψει... ::smile.:: παντα τετοια... ::wink.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο