|
| Φυγη | | | στην τριτη γυμνασιου το εγραψα...το πρωτο μου διηγημα... | | [I][I]Φυγή
Ποίος μιλεί στα νερά και ποιός κλαίει-Ακούς;
Ποιός γυρεύει τον άλλο, ποιός φωνάζει-ακούς;
Ειμ' εγώ που φωνάζω και ειμ’εγω που κλαίω, μ’ακούς;
Σ’αγαπώ, σ’αγαπώ μ’ακούς;
Το μονόγραμμα, Οδυσσέας Ελύτης
Η Ναυσικά περπατά στην σκηνή. Ο Οδυσσέας την περιμένει. Τα χέρια τους ενώνουν. Βήματα ξεκινούν. Η μουσική αρχίζει, «El tango de Roxanne», συναισθήματα τους κυριεύουν όποια και αν είναι αυτά- θυμός, λύπη, αγωνία, χαρά- όλα εξωτερικεύονται. Οι ματιές τους δεν ενώνονται. Η κοπέλα φωνάζει! Μην με πιέζεις του είπε και αυτός της απάντησε ότι οι μέρες πλησιάζουν, ότι ο χρόνος τους πιέζει και κανένας άλλος. Φιγούρες, τα πρώτα δάκρυα, οι πρώτοι λυγμοί, η πρώτη Φυγή.
«Κάθε φορά που πέφτω να κοιμηθώ, περνά όλη μέρα από μπροστά μου σε αποκομμένες σκηνές, συνήθως όλα τελειώνουν με την προφορά της λέξης «φύγε». Έγραψε η Ναυσικά σε ένα τετράδιο δίπλα στο κομοδίνο της, έσβησε το φως και κοιμήθηκε.
«Κάθε πρόβα, μας βγάζει ένα διαφορετικό εαυτό. Διαφορετικές αντιδράσεις, διαφορετικά θέλω και πρέπει. Αρχικά ήμασταν ΄όλοι πολύ χαρούμενοι, τώρα όμως έχουμε πολλά και διάφορα συναισθήματα, που θα μας οδηγήσουν δεν ξέρω…Κανείς δεν ξέρει και ιδιαίτερα η Ναυσικά.» Έγραψε ο Οδυσσέας στο τετράδιο σημειώσεων του, και παρέμεινε εκεί έξω στο μπαλκόνι μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Η Ναυσικά με τον Οδυσσέα, η μέρα με την νύχτα. Η Ναυσικά δεκαοχτώ χρονών και σπουδάζει θεατρολογία, αλλά παράλληλα παρακολουθεί υποκριτική και χορό. Ο Οδυσσέα δεκαοχτώ και σπουδάζει γλωσσολογία αλλά παράλληλα παρακολουθεί χορό.
« Γνωριστήκαμε σε ένα μπαράκι, δίπλα από το στούντιο χορού. Ήμασταν σε διαφορετικές παρέες. Τότε όταν την πρωτοείδα, μου είχε κάνει εντύπωση ο τρόπος που κοιτούσε τον συνομιλητή της, στα μάτια. Αχ! Αυτά τα μάτια, ωραία γαλάζια μάτια, νόμιζες ότι κοιτούσες θάλασσα, ύστερα τα ξανθά μαλλιά της, κατσαρά έφταναν μέχρι τους ώμους. Κουβαλούσε μια λαδί τσάντα, όταν ακούστηκε ένα ταγκό, άφησε την τσάντα κάτω και ζήτησε με κάποιον να χορέψει, πήρα την πρωτοβουλία και της το ζήτησα! Πρέπει να φάνηκα γελοίος αλλά δέχτηκε, χωρίς δεύτερη σκέψη. Την ώρα που χορεύαμε, με κοιτούσε στα μάτια, είχα παγώσει. Όταν τέλειωσε το τραγούδι έφυγε σαν κυνηγημένη. Το υπόλοιπο βράδυ σκεφτόμουν τι είχε γίνει και πότε θα την ξανάβλεπα, τα βήματα μου με έφτασαν στο Φάρο και κάθισα εκεί μέχρι και το επόμενο πρωί.» Έγραψε ο Οδυσσέας στον υπολογιστή και ήπιε τον υπόλοιπο καφέ, μόλις είχε ξημερώσει και έπρεπε να ετοιμαστεί για την πρόβα.
Η Ναυσικά μόλις είχε ξυπνήσει, όταν ο ήλιος έκανε τα πρώτα του δειλά βήματα στον κόσμο. Όλο το βράδυ στριφογυρνούσε. Έκατσε στον υπολογιστή της με μια κούπα καφέ στο χέρι και άρχισε να γράφει. «Πριν ένα περίπου χρόνο γνώρισα τον Οδυσσέα. Ήταν περιτριγυρισμένος από μεγάλη παρέα, τα μαλλιά του, μακριά, καστανόξανθα, μαζεμένα κοτσίδα. Το χαμόγελο του έντονα μου θύμιζε, μικρό παιδί, και τα μάτια του, καστανά, στο χρώμα του πικραμύγδαλου. Θυμάμαι τότε που μου ζήτησε να χορέψουμε! Μετά το τραγούδι έφυγα σαν τρελή, χωρίς να πω απολύτως τίποτα. Τριγυρνούσα στους δρόμους και όταν έφτασα σπίτι μόνο να κοιμηθώ δεν μπορούσα.» Η Ναυσικά έκλεισε τον υπολογιστή και πήγε να αλλάξει για να πάει στο θέατρο.
Ο Οδυσσέας καθόταν στην σκηνή και άκουγε το τραγούδι όταν μια κοπέλα του ζήτησε να χορέψουν. Δέχτηκε με χαρά! Έμεινε έκπληκτος, όταν είδε ότι η κοπέλα ήξερε τα βήματα της Ναυσικάς, χωρίς να κάνει ούτε ένα λάθος. Άρχισαν να χορεύουν, και ο Οδυσσέας δεν πρόσεξε την Ναυσικά που μόλις είχε φτάσει και τους κοιτούσε με το βλέμμα της απογοήτευσης. Μόλις το τραγούδι τέλειωσε, η Ναυσικά τους χειροκρότησε και έφυγε για την καφετέρια. Ο Οδυσσέας αφού ευχαρίστησε την κοπέλα, ακολούθησε την Ναυσικά!
Η σερβιτόρα τους είχε μάθει πλέον και γι αυτό τους πήγε κατευθείαν το μέτριο γαλλικό με γάλα στην Ναυσικά και το νες χωρίς ζάχαρη στον Οδυσσέα. Η συζήτηση άρχισε γρήγορα και χαμηλόφωνα.
- Τι θα κάνουμε τελικά με το τραγούδι που δεν μπορείς να χορέψεις…; Ρωτά ο Οδυσσέας και πίνει μια γουλιά καφέ.
- Ποιος σου είπε ότι εγώ! Δεν μπορώ να χορέψω; Απλά χτες με τρόμαξες. Με κοιτούσες λες και ήσουν σίγουρος ότι θα κάνω λάθος. Ήπιε μια γουλιά καφέ και τον κοίταξε στα μάτια.
-Πως σε κοίταξα; Αφού πάντα σε αυτό το τραγούδι σταματάς, δεν φταίω εγώ! Εσύ κάνεις λάθος! Είπε ο Οδυσσέας και έκανε νόημα στον μπάρμαν να δυναμώσει την μουσική.
- Θα σε συνέφερε να κάνω εγώ το λάθος. Μα τι λέω αφού κάθε φορά που χορεύω μαζί σου νοιώθω να απειλούμαι…τι καθόμαστε και συζητάμε αφού έχεις βρει ήδη την αντικαταστάτρια μου. Είπε η Ναυσικά και ξεκίνησε να σιγοτραγουδά το soldier of Fortune.
- Μα τι λες τώρα! Ακούς τι λες;; Τι είμαι και σε απειλώ, ο εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες είμαι; Είπε και συνέχισε, Δεν έχω βρει καμία αντικαταστάτρια, η κοπέλα απλά ήθελε να χορέψει. Αυτό ήταν όλο!!!
- Δεν μου πέφτει λόγος στην προσωπική σου ζωή, δεν χρειάζεται να απολογείσαι, και επειδή δεν έχω τίποτε άλλο να πω…φεύγω! Η Ναυσικά άφησε τρία ευρώ στο τραπεζάκι και έφυγε, φορώντας την ίδια λαδί τσάντα όπως τότε…
Ο Οδυσσέας πλήρωσε και έτρεξε πίσω της, όμως είχε ήδη φύγει. Άρχισε να περπατά χωρίς καμία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο Ουρανός είχε απλώσει ήδη τα σύννεφα του, σαν αρπακτικά που κυνηγούν την λεία τους. Ο ήλιος εδώ και ώρα είχε εξαφανιστεί και η βροχή έπαιρνε το μέρος του.
Μόνος σε ένα ολόκληρο θέατρο, μόνος, και τα αισθήματα του, τα οποία έρχονταν σε σύγκρουση. Σκέψεις που του έφερναν άγχος και φόβο μπροστά στο αδιέξοδο, στο οποίο βρισκόταν και ύστερα απογοήτευση για τον λιγοστό χρόνο που είχαν μπροστά τους. Η δήλωση της Ναυσικά ακόμα και τώρα ηχούσε στα αυτιά του σαν επίμονο κουδούνι. « μόλις τελειώσει αυτή η παράσταση εγώ φεύγω!» Του το έλεγε ξανά και ξανά λες και δεν το είχε ήδη καταλάβει ότι δεν την κρατούσε τίποτα εκεί…ήταν ήδη αλλού! Καθόταν στην μέση της σκηνής οκλαδόν, από το cd player ακούγονταν χαμηλά τα τραγούδια της παράστασης. Ένας προβολέας τον φώτιζε στο σημείο που καθόταν, το υπόλοιπο θέατρο μέσα στο σκοτάδι.
Τον έβγαλε από τις δύσκολες σκέψεις, ο ήχος από τα τακούνια της Ναυσικάς, η οποία ερχόταν μες στο σκοτάδι, φορώντας μαύρα ρούχα σαν να είχε ξεφύγει από ταινία με βαμπίρ. Του χαμογέλασε, όπως ποτέ άλλοτε. Του έδωσε το χέρι της για να σηκωθεί. Αμίλητοι όπως ήταν, οι κινήσεις γίνονταν μηχανικά. Χόρεψαν ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι μέχρι να το τελειοποιήσουν, μα ήταν σαν να έπαιζαν με την φωτιά. Δεν ήταν απλά ένας χορός αυτό που τους ένωνε ήταν κάτι από παραμύθι βγαλμένο, ήταν διαφορετικοί και οι δύο, άφηναν τα συναισθήματα τους, να ξεπροβάλουν! Η ατμόσφαιρα πλημμυρισμένοι πλέον από τον έρωτα που ανάβλυζε από την μουσική και τους δύο χορευτές, έκανε την βροχή, που συνέχιζε το θεάρεστο έργο της, να μοιάζει κάπως τρωτή και αδιάφορη.
Η μεγάλη μέρα έφτασε και ύστερα έμοιαζαν όλα ασήμαντα. Η νύχτα υποδέχθηκε την μέρα, ο ήλιος την βροχή και οι δυο νεαροί αποδέχτηκαν την πορεία της πραγματικότητας!
Ο Οδυσσέας κοιτούσε το κοινό με περιέργεια, οι φόβοι τους σήμερα έπρεπε να νικηθούν. Η Μουσική ξεκινά, ο Οδυσσέας βγαίνει στην σκηνή και μια κοπέλα φορώντας ένα κόκκινο φόρεμα και μια μάσκα, βενετσιάνικη, προχώρα. Προσπαθεί να καταλάβει ποια κοπέλα είναι! Τα χέρια τους ενώνουν, τα βήματά τους, ξεκινούν. Τον κοιτά στα μάτια, δακρύζει καθώς βγάζει την μάσκα. Διστάζει μα συνεχίζει! Ο Οδυσσέας της δίνει το χέρι του, συνεχίζουν να χορεύουν. Οι φιγούρες τελειώνουν μα το ίδιο και η μουσική. Στην φωτισμένη σκηνή, η Ναυσικά και ο Οδυσσέας! Παραλύει η Ναυσικά, τα μάτια της κοιτούν χωρίς κάποιο ιδιαίτερο νόημα, τον Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας την αγκαλιάζει, την φιλά. Η φυγή πλέον σβήστηκε, χάθηκε. Τώρα πλέον το μόνο που ίσως να θυμίζει τον έρωτα τους είναι: ο φόβος για την εκπλήρωση του… Οι δρόμοι τους χώρισαν εκείνη την μέρα και ενώθηκαν ξανά, 3 χρόνια μετά, για την ίδια παράσταση, στον ίδιο χώρο, με τα ίδια αισθήματα και φυσικά με τον δρόμο τους, χαραγμένο με όνειρα και ελπίδες. Μόνο που τότε κανείς τους δεν θα επιλέξει την Φυγή…ο ερωτάς τους θα εκπληρωθεί χωρίς τον φόβο και την απογοήτευση.
Στο σκοτάδι της αυγής, της πια κλειστής ψυχής, θα ‘ναι αργά πια νου σου πω το σ’αγαπώ, να σου πω ότι φοβάμαι. Τον ήχο των λέξεων φοβάμαι…Σε τι τάχα ταξίδι έχω μπλέξει ατέρμονο και αδιάκοπης ροής γνώσεων και πάλης, έρωτα και μοναξιάς! Τι τάχα να ναι αγάπη και τι πόνος…ταυτόσημα μονάχα!
Ναυσικά και Οδυσσέας[/I][/I]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| the soul would have no rainbow if the eyes had no tears... | | |
|
Καραγιαννης 09-05-2008 @ 07:05 | Οι παράγραφοι σωστά τοποθετημένοι, θα βοηθούσαν στην ανάγνωση αυτού του "σεντονιού", όπως λέμε εμείς, οι βαρεμένοι… | | armenisths 09-05-2008 @ 07:11 | ::yes.:: ::yes.:: ::yes.:: ΤΗΝ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΜΟΥ | | panta smile 09-05-2008 @ 07:23 | kalhspera...marese !!!!!!!!!!!!
::yes.:: ::up.:: ::up.:: | | το κορίτσι του Μαι 09-05-2008 @ 08:08 | συγνωμη βρε παιδια και με ολο το σεβασμο που σας εχω και το ξερετε,αλλα,το διαβασατε?
συγνωμη και απο σενα φεγγαροφως,μπορει να ειναι υπεροχο αυτο που εγραψες,αλλα μ'αρεσουν οι στιχοι και τα ποιηματα,δεν εχω το χρονο να διαβαζω ολο αυτο ::yes.::
την καλησπερα μου και να εχεις ενα ομορφο σαββατοκυριακο ::smile.:: | | Helene52 09-05-2008 @ 08:27 | Πολύ μου άρεσε !!!!!!!
::up.:: ::yes.:: ::up.:: | | χρηστος καραμανος 09-05-2008 @ 09:03 | είναι φοβερό! | | AlexSAI 09-05-2008 @ 09:47 | Την καλησπέρα μου !!! Υπέροχο.... ::yes.:: ::up.:: ::theos.:: | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|