| [B]ξεχασμένη γραφίδα , σκούριασε από το χρόνο και από την απραγία, χρόνια είχε να χρησιμοποιηθεί, πάντα εκεί στο ξύλινο, σκούρο, βαρύ, γραφείο και σκοτεινό όπως ήταν το δωμάτιο, έδινε έναν τόνο λησμονιάς. Φωτιζόταν από μια μόνο λάμπα, με το φως που μόνο να σε ξυπνήσει δεν μπορεί, σε αφήνει εκεί να ζεις μέσα σε διαφορετικό κόσμο… Χαρτιά στοιβαγμένα άτακτα το ένα πάνω στο άλλο, φάκελοι μες στην σκόνη και την ακαταστασία. Κόκκινες κουρτίνες δέσποζαν στα κλειστά παράθυρα… Σκονισμένος καναπές και φωτογραφίες σκισμένες, γυαλιά από ποτήρι ζωγραφίζουν με το λευκό κρασί την κόκκινη φλοκάτη. Το τζάκι σβησμένο πρόχειρα κάτι ξύλα ακόμα «ψήνουν» το χώρο. Τα ξεσπάσματα του νεαρού εργένη δυναμώνουν στο χώρο. Και όλα απλά αρχίζουν να βρίσκουν χρώμα. Αξύριστος μέρες, προφανώς απομονωμένος από τον κόσμο, το σπίτι μυρίζει κλεισούρα. Περπατά με προσοχή και φτάνει στην καρέκλα του γραφείου, κοιτά το χώρο, τον παρατηρεί και ύστερα το κουμπί rec φωτίζει…
« κλεισμένος μέρες, μήνες μέσα στο σπίτι, προσπαθώντας να καλύψω και την τελευταία απότιστη μεριά του μυαλού μου αλκοόλ, καταγράφω σκέψεις και βιώματα που μόνο μέχρι το 34ο έτος της ηλικίας μου φτάνουν. Απομονωμένος από όλους και από όλα, ακόμα και από το τελευταίο πρόσωπο που πίστευα να με αφήσει, ζω μόνος χωρίς κάποιον να αναζητά κάτι για μένα, σαν να μην υπήρξα και να μην έζησα. Δεν είναι ώρα να αρχίσω οκνηρίες και να καταριέμαι θεούς και δαίμονες που έφτασαν εδώ τα πράγματα, αν ήθελα μπορούσα να τα είχα διορθώσει, αλλά ο εγωισμός με τύφλωσε και κλείστηκα στους τέσσερις τοίχους. Μαντρώθηκα εδώ λαμβάνοντας ως εκδίκηση την απίστευτη δειλία μου και την μοναξιά μου, ως μεγάλο πλήγμα για αυτούς. Το γεγονός όμως ότι το μόνο που κατάφερα ήταν απλά να ξεχαστώ με κάνει να πονάω, ο συγγραφέας που χάθηκε μετά το πρώτο του βιβλίο! Μονάχα έτσι με ξέρουν πλέον, και όταν που και που βγαίνω έξω μονάχα να κοιτάω σαν να έχω ξεφύγει από κάποιο ίδρυμα ειδικά για την πάθηση μου: «μαλακίες» Σήμερα το πρωί έλαβα ένα μέιλ από έναν παλιό καλό φίλο, οι καλοί φίλοι είναι σαν τα καλά κρασιά τα πίνεις λίγο- λίγο, για να μην τελειώσουν, και μου είπε απλά ότι ΧΑΘΗΚΑΜΕ! Μες στα αυτιά μου ακούστηκε βόμβα, σαν να ήθελε απλά να βουίζει, σαν το αλκοόλ να είχε κάνει πολύ μεγαλύτερη ζημιά από αυτή που ήλπιζαν… Μου έπεσε το ποτήρι από τα χέρια και έγινε χίλια κομμάτια, πάνε τέσσερις ώρες που έχω να πιώ, έφτιαξα καφέ ελληνικό! Σκέτο… Λες και τα τόσα χρόνια μέθης φεύγουν με μόνο έναν καφέ… Δεν ήμουν έτοιμος και δεν είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω λάθη μου και συνέπειες που θα μου επιφέρουν. Δεν θυμάμαι ακόμα καλά- καλά τι με οδήγησε να αποξενωθώ, το μυαλό μου έχει σταματήσει στην ημερομηνία 1-3-05 ακριβώς δύο χρόνια πριν… Μιας και σήμερα είναι πρώτη μέρα του Μαρτίου… Τότε, θυμάμαι μόνο εκείνο το γεγονός, που πρέπει να με είχε σημαδέψει! Αν και νομίζω ότι ήταν η αρχή του τέλους. [/B][I]Το κερί που φωτίζει το χώρο λιώνει και σιγά- σιγά με εγκαταλείπει και αυτό, όπως και όλα τα άλλα στην ζωή μου, αν και δεν θέλω να κοιμηθώ, θέλω να δω μέχρι και την τελευταία ρανίδα του να καίγεται, να γίνεται καπνός όπως η ζωή μου, χρόνια πριν.
Όταν ήμουν ακόμα νεαρός, δυνατός και ιδιαίτερα προσιτός, προτού ακόμα αγριέψει το γένι μου ή σπάσει το δέρμα μου. Όταν ακόμα το βλέμμα μου πρόσταζε το πάθος και τον έρωτα, «την υποταγή του θηράματος» και την ήρεμη συγγραφική μου ικανότητα. Όταν κατάφερνα να μείνω ξάγρυπνος δίχως την βοήθεια της καφεΐνης, όταν στο κρεβάτι μου δεν υπήρχαν ρούχα και τσαλακωμένα σεντόνια, αλλά η επίγεια χάρη και η αξεπέραστη απλότητα του γυναικείου σώματος που κάθε φορά λάτρευα σαν ιερό χώρο και έκανα θυσία στο όνομα του πλάστη θεού να την δεχτεί. Και να με αφήσει να δω τους θησαυρούς της, σαν κάποιον απλό και διστακτικό δούλο.
Που όπως αρμόζει σε μια θεά, σαν αξεπέραστη ζωή και νιότη θα έδινα την ζωή μου για να ζήσει φλόγα λίγο ακόμα, τότε που οι νύχτες περνούσαν σαν μέρες μπροστά από τα μάτια μου, σαν σκηνές σε fast forward και η νιότη απλόχερα μου προσέφερε τον έρωτα στο μεγαλείο του και την ζωή σε μια κουταλιά νερό, που πίνοντας την! Μεθούσες από το άρωμα της και την γεύση της. Σε έπιανε ταραχή καθώς πίστευες πως το κάδρο σου, ομορφιά μου, θα καιγόταν όπως το κερί. Πως θα αισθανόσουν τώρα, μικρό μου υπέροχο ταξίδι, αν σου έλεγα, ότι δεσπόζεις ύστερα απ χρόνια ακόμα πάνω από το τζάκι με την νωχελική και ιδιαίτερα αποκαλυπτική διάθεση του ζωγράφου να δώσει την οπτική γωνία ιερού. Το σώμα σου τυλιγμένο σε μερικά σημεία από κόκκινο σεντόνι, τα μαλλιά σου μακριά καστανά μπούκλες γινωμένες, φωτίζουν το ξανθωπό δέρμα σου και τα μάτια σου, σαν δύο πύρινες φωτιές κοίταζαν το αντικείμενο του πόθου. Τα χέρια σου, αφημένα, να στηρίζουν το σώμα να μην παραληρεί και τα καφέ σεντόνια τσαλακωμένα παραμένουν να δικάζουν για μια ακόμη φορά την ξεγνοιασιά. Τα φώτα λιγοστά, μόνο το τζάκι και ένα κερί, αχ! Και να γνώριζα ξανά την δόξα της φωτιάς της τότε γαλήνης. Ιεροτελεστία κάποιας αδιόρατης θρησκείας, κάτω από ήχους τσέλων ήρεμων χορδών, η ζωή κυλά και το ποτάμι ξεχείλισε στα νερά της γαλάζιας θάλασσας όπου μας περίμενε το μεγάλο ταξίδι.
Οι νότες πάσχιζαν να βρουν ησυχία και εμείς ίσως ηρεμία από την λατρεία. Σαν γλυκό του κουταλιού, ζει ακόμα μέσα μου η στιγμή της όασης να ποτίζεται, που βράζει για τελευταία φορά πριν δέσει και δοκιμασθεί από τον δημιουργό. Βασιλικά πλούτη αδάμαστου χαρακτήρα και ακαθόριστου είδους, ήταν η ζωή μου μαζί σου . Σαν όνειρο ξεκίνησε, σαν παιχνίδι από παιδιά, του έρωτα μας η φωνή άρχισε να τραγουδά νότες διαφορετικούς από τις φύσης, σε ταχύτητα χρόνου πολλών στιγμών διάρκεια και μόνο μειονέκτημα η μάσκα του ηθοποιού που πλαθόταν για να μην χαλάσει το παραμύθι ή το τέλειο και απλόχερο δίχτυ που ύφαιναν οι μοίρες για το τέλειο και απαλό τέλος, δίχως πόνο και δίχως δάκρυ, απλά φύγαμε από το ακαθόριστο θαλάσσιο πλέγμα. Επήλθε η κάθαρση και η ισορροπία χάθηκε μπροστά στο αιώνιο..Η φύση του ανθρώπου παρέμεινε αναλλοίωτη. Φόβος επί αορίστου δεδομένης στιγμής. Περίμενα να κοιμηθείς ορισμένες φορές πάνω στο στέρνο μου, για να κοιτάξω το πρόσωπό σου, που λίγο πριν είχε ξεπροβάλλει ο ήλιος. Δεν πάλεψα για να μην αφεθώ, ούτε έστησα οχυρά εναντίον του έρωτα, ήταν απλά ένας τρόπος, ένας χώρος όπου λίγοι θα θέλαμε να ζήσουμε αλλά λίγοι θα τον άφηναν να φύγουν….»
-καταραμένο κερί, πάλι στα σκοτάδια με αφήνεις… μόνος πάλι[/I]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|