| Πώς χαθήκαν όλα έτσι απλά;
Ή μήπως δεν υπήρχαν ποτέ;
Αβυσσώδεις συγκυρίες περιγελούν τις επιλογές μου,
κατατρέχουν τη σκέψη μου,
εμπαίζουν κάθε προσπάθεια διάλυσης της πραγματικότητας.
Σαν ένα πρωί που αποφάσισα να δω τον ήλιο να ανατέλλει από τη δύση.
Μια μέρα ακόμα ηττημένη.
Ένα ακόμα καθωσπρέπει ταξίδι του ήλιου πάνω απ' τα κεφάλια μας,
μία ακόμη νίκη της λογικής, ένας ακόμα ήλιος δειλός,
που ανέτειλε από την ανατολή και έδυσε στη δύση.
Γελούσαν όσοι με είδαν να περιμένω, γελούσαν με την καρδιά τους.
γελούσα και 'γω μ' αυτούς, γελούσα γιατί δεν υπήρχε λόγος να κλάψω.
Περίεργα χαρούμενος, περιστοιχισμένος από ανθρώπους αναίτια σκυθρωπούς,
ανθρώπους χαμένους στην αδυσώπητη ροή της πραγματικότητας,
πνιγμένους στο βούρκο των συγκυριών,
χωρίς θέληση να πετάξουν τα σκατά από πάνω τους,
ίσως δίχως την ανάγκη να το κάνουν και γελούν.
Γελούν ακόμα μακάριοι μέσα στην βλακεία τους
γελάω και εγώ με τη σειρά μου,
προσπαθώντας να κλέψω λίγη έστω από τη βλακεία τους,
για να μη χρειαστεί να περιμένω ξανά χωρίς λόγο.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|