| Είχε πια για τα καλά νυχτώσει ,όταν σε κατάσταση μεταξύ ύπνου κι εγρήγορσης , άκουσε τον πιστό του Ερμή που ήτανε ξαπλωμένος έξω απ την πόρτα, να τον ξεσηκώνει με τα γαβγίσματα του.
΄΄Χέρ Αμαντέους..τρέξτεεεε΄΄ ακούστηκε η ταραγμένη φωνή της νοικοκυράς απ τον κήπο .Εκτός απ την πουκαμίσα του εκείνη τη στιγμή ,δεν φορούσε τίποτα άλλο, ούτε καν το μακρύ του σώβρακο.΄΄Ένα λεπτό φράου Χέλγκα,να φορέσω κάτι και κατεβαίνω΄΄ απάντησε βαρυγκωμώντας. Κατόπιν άρχισε ν αναζητά ψηλαφιστά μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου του το σπαρματσέτο ,προκειμένου ν ανάψει τα κεριά στο κηροπήγιο .Τελικά τα κατάφερε να φωτίσει τον χώρο και να ντυθεί όπως,όπως.Στη συνέχεια άρχισε να κατεβαίνει βιαστικά τη στριφτή σκάλα ,έχοντας μπροστάρη τον τετράποδο φίλο του, που δεν σταμάτησε στιγμή να γαυγίζει. Έφτασε στην είσοδο τρέχοντας ,χωρίς να δώσει σημασία στο ότι δεν φορούσε κάλτσες αλλά ούτε και παπούτσια.
Η νοικοκυρά του στεκόταν μπροστά στη μισάνοιχτη σιδερένια πόρτα του κήπου κρατώντας ένα μεγάλο φανάρι κι απ έξω τρείς φιγούρες με αγχωμένα τα πρόσωπα να τον καρτερούν. Ήτανε δυο πολιτοφύλακες ζωσμένοι στ άρματα και ανάμεσα τους ένα πολύ γνωστό του πρόσωπο..ο υπνωτιστής.΄΄Σας αναζητούσαμε εδώ και ώρες στην πόλη Λέκτορα,πρέπει να μας ακολουθήσετε΄΄ ψέλλισε με την στριγκιά του φωνή ,δίνοντας ταυτόχρονα την εντολή στους ένοπλους που τον συνόδευαν, να τον επιβιβάσουν έστω και με τη βία στην άμαξα που περίμενε ξοπίσω τους.Δεν έφερε την παραμικρή αντίσταση,νομίζοντας πως είχε έλθει η ώρα να λογοδοτήσει αλλά ίσως ακόμα και να πληρώσει με τη ζωή του για τις πολιτικές σκέψεις και ιδέες του γύρω απ τον Διαφωτισμό
Καλπάζοντας σαν τρελοί στους άδειους δρόμους της πόλης,δεν άργησαν να φθάσουν στη μεγάλη μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στην είσοδο του Πανεπιστημίου. Απ έξω μια διμοιρία πολιτοφύλακες ,φρόντιζε να μη παρεισφρήσει κανείς περαστικός στα ενδότερα και αντιληφθεί την απίστευτη και εξωπραγματική κατάσταση που είχε στοιχειώσει το χώρο.
΄΄Επι τέλους,τον βρήκατε΄΄ φώναξε ανακουφισμένος ο επικεφαλής τους ,φροντίζοντας μαζί με δύο άλλους ν ανοίξουν διάπλατα την μεγάλη δρύινη πόρτα.
Αφού διαβήκανε τρέχοντας το περίτεχνα διακοσμημένο χωλ με τα αρχαϊκά αγάλματα, κατευθύνθηκαν προς τον χώρο που στεγαζόταν το αμφιθέατρο.Τα ξύλινα σκαλοπάτια του ήταν γεμάτα από ακίνητες ανθρώπινες φιγούρες σε διάφορες στάσεις, λες και κάποιο μαγικό χέρι να είχε παγώσει το χρόνο.Ήσαν έξι σχεδόν ώρες σ αυτή την κατάσταση, εκτός από τον υπνωτιστή που τη στιγμή του φαινομένου ,υποβάσταζε τον Λέκτορα και πειραματόζωο να εγκαταλείψει το κτίριο.
Δεν ήτανε γνωστή η διεύθυνση του όταν τον αναζήτησαν, καθώς όλοι όσοι τον γνώριζαν στο Πανεπιστήμιο ήτανε αδύνατον να κινηθούν ή να ψελλίσουν το παραμικρό. Έτσι χρονοτρίβησαν αναζητώντας τον απο σπίτι σε σπίτι, μέσα σε μια αναμπουμπούλα από χαρούμενες εκδηλώσεις και πορείες του λαού στους δρόμους της πόλης.
Ο Ερμής που είχε ακολουθήσει την άμαξα ,δεν έπαψε ούτε στιγμή να γαβγίζει ανήσυχος πίσω απ την μεγάλη δρύινη πόρτα της εισόδου, που έκλεισε ερμητικά μπροστά του.Τότε ο υπνωτιστής με την συγκατάθεση του Λέκτορα ,έδωσε την εντολή σ ένα πολιτοφύλακα που τον συνόδευε ,ν απομακρύνει το τετράποδο απ την είσοδο, ώστε να μην ακούγονται τα γαβγίσματα του. ΄΄Ας μη χάνουμε καιρό Λέκτορα ,η τύχη τους βρίσκεται στα χέρια σου πιά ΄΄είπε με δάκρυα στα μάτια και ζήτησε απ τον Αμαντέους να ξαπλώσει αναπαυτικά στο κρεβάτι .Στη συνέχεια μ ένα μικρό εκκρεμές ,άρχισε απ την αρχή την διαδικασία της ύπνωσης.Τα μάτια του αναζητητή γλάρωσαν και σύντομα αφέθηκε στο γνώριμο του ταξίδι στο μονοπάτι της αναζήτησης της γνώσης. Όμως οι φιγούρες δεν κινήθηκαν, ούτε καν ένας βλεφαρισμός των ματιών στα παγωμένα πρόσωπα,έδειχνε ότι κάτι άλλαξε.
΄΄Περίγραψε μου τον χώρο που βρισκόσουνα πριν να σε αφυπνίσω ΄΄ ψιθύρισε ο υπνωτιστής στ αυτί του υποκειμένου του, φροντίζοντας ταυτόχρονα να ελέγχει το σφυγμό του.
΄΄ Είμαι μαζί μ εκείνους, είναι όλα γαλήνια κι ειρηνικά ... ΄΄ ψέλλισε εκείνος χαμογελώντας .
Marakos
συνεχίζεται
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|