|
[I]Πόσα δώσαμε στο φως του φεγγαριού
πόσα βλέμματα στο πέρας του βουνού
καταπίνει το σκοτάδι δειλινά
λες τελειώνει το μαρτύριο ταπεινά.
Ποιο μυστήριο μας άγγιξε και κλαις
ίχνη αφήνει κάθε βήμα σου και λες
πως ξανά το δρόμο βλέπεις ξαφνικά
τον αρνείσαι κι όμως ξέρεις ποιος νικά.[/I]
TO XAΔΙ ΤΟΥ ΝΟΤΙΑ
Στα φλογισμένα τα βουνά περιπλανήθηκα
ήσουν εκεί, ήσουν φωτιά δε σε φοβήθηκα
μες τους καπνούς η μάχη άρχισε από χθες
ήμουν κι εγώ κι ήξερα ακόμη πως δε φταις.
Έχεις ανήσυχη καρδιά, πλάι βαδίζεις
μοιάζεις ατίθασος το βλέμμα σου γυρίζεις
ήταν της άρνησης εκείνη η ματιά
φταίξιμο έψαχνες στο χάδι του νοτιά.
Ήταν το χάδι του νοτιά που σ’ αποκοίμισε
αργά σε τύλιξε, γλυκά, μα δε σε νίκησε
όλα γυρνούν τώρα να βρουν ξανά αιτία
μέσα στο άπειρο φυλώ την απορία.
Είμαι η κόρη της Νυχτιάς και σεργιανίζω
στα φλογισμένα τα βουνά, σπαθιά δανείζω
σε μια σπηλιά δένω ιδέες και πηλό
γεννώ τα άστρα και μ’ αγάπη απειλώ.
[B]Απειλώ να σπείρω μ’ άναρχη βροχή
να ποτίσω την ξερή καμένη γη
απειλώ κι ίσως ανοίξω κι ίσως πιω
την πηγή με το αμίλητο νερό.[/B]
ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΒΟΡΙΑ
Στο παράλογο μην ψάχνεις την αιτία
υπερβαίνει ο χρησμός τη φαντασία
σ’ έναν άγνωστο θεό θα υποταχθώ
στου βοριά το ρεύμα ίσως αφεθώ.
Κι αν ζητήσω του βοριά φιλί και χάδι
μάνα φτάνω να χαθώ μες το σκοτάδι
μάνα φτάνω για να δώσω ότι χρωστώ
μες το δάκρυ κρύβω αμίλητο νερό.
Έλα πάμε έχει η ώρα αυτή δεσμεύσεις
το μυστήριο στη ζωή να συγχωνεύσεις
όσα γνώρισες τα ήπιε η στιγμή
όσα άγγιξες τα έσβησε η σιγή
οι ματιές διασταυρώνονται κι ας φεύγεις
είμαι εκείνη που κρατάς κι όμως δε βλέπεις.
Αφού χάθηκα τη μέρα αναζητώ.
Αφού ντράπηκα ανώφελα πετώ.
Αφού πάτησα στη γη θα μετανιώσω
φλόγα άναψα το ψέμα μου θα λιώσω
το κερί πάλι μου θύμισε θυσία
σαν το καις βιβλίο ξένο η θεωρία
σ’ άδειες ώρες νοσταλγός λες ξαναζείς
κλαδιά βάγιας σ’ ένα σύμβολο φυγής.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|