| Μακρύς σκοπός
Βασίλη Χ. Ταρνανίδη
Μέλι αζαλέας κοινωνιά κι αγριάνθου μοσκοβόλι,
δάκρυ του ήλιου ανασασμός και μαρασμός αντάμα,
αίνος αγγέλων σάστισμα κι αφουγκρασμός του Πλάστη,
μέλος, καρδιάς λουλούδιασμα, ψυχής αρματωσύνη,
ύμνος, Ματσούκας παίνεμα, παράδοση και δόξα.
Θείε Ματσούκας μελωδέ, πούθε μάζωξες νότες
και γέννησες τέτοιο σκοπό. Παρακαλώ σε πες μου!
Πούθε τ’ αυτιά σου έστησες, πούθε αφουγκραζόσουν
κι απόσταξες στην τρίχορδη τη λύρα την ψυχή σου!
Μην άκουσες το σκάσιμο που κάνει η σταλαγμίτα
καθώς καταγκρεμίζεται σε κόρης ματοκλάδια;
Ή ερωτοσπινθήρισμα στου έφηβου τα σπλάχνα
πάνω στο πρωταντίκρισμα άφτιαστης μαυρομάτας!
Άκουσες καρδιοσκάσιμο χαροκαμένης μάνας
καθώς σπαράζει στην ταφή του ύστερου παιδιού της,
ή αφουγκράσθεις σύννυχτα τρόμαγμα βυζοβρέφου,
ματόκλαδου ξαφνιάσματα στ’ αγάλλιασμα τ’ ονείρου;
Πες μου αφουγκράσθεις το πουλί ως σπα το αυγοτσόφλι
να βγει νιοσσός θεόγυμνος στης χαραυγής τη δρόσο
ή το μπουμπουκοσκάσιμο στου ήλιου τη ζεστούλα
όταν σα βέλ’ οι αχτίνες του ηλιόσκονη σηκώνουν;
Τάχ’ αφουγκράσθεις χαραυγή, στο σώριασμα της πάχνης
τ’ άνθια στη γης πως γέρνουνε στ’ ανθόλαφρο το βάρος
ή μη τ’ ανθοχουζούρεμα σα σκαρφαλών’ ο ήλιος,
μισόξυπνια και οκνηρά, πέταλα ως τανίζουν.
Τι πήρες θε και έπλασες την πρώτη μελωδία!
Πόνους; Χαρές; Για κρίματα. Κλάψες, για μοιρολόγια.
αγριάνεμου σφυρίγματα, της θάλασσας φοβέρες;
Στη μαύρη πείνα τ’ αετού μήπως λαφιού τη λάχμα;
Όλα κι αν πήρες που θαρρώ, σίγουρος σ’ ένα είμαι.
Έστησες «ους», λίγο είναι. Το κόλλησες τ’ αφτί σου
στο γλυκό το γαργάρισμα που κάνει η ιστορία
του Πόντου, καθώς χύνεται χιλιόχρονα αιώνες.
Γιαυτό το άσμα που θνητού για του Θεού ’ναι φτιάση,
όποιου και νάναι, στο Θεό ερώτημα θα βάλλω.
Καθώς ακούσθηκ’ ο σκοπός ο μακρύς της Ματσούκας,
στο θρόνο Σου ολόγυρα οι αγγέλοι Σου τι ψάλλουν;
Πάλι λεν το χερουβικό, τον τρισάγιο ύμνο,
Ή μήπως λεν μακρύ σκοπό. Θαρρώ πως πιο καλό ’ναι!
[B]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|