| Ήταν ένας άνθρωπος
που ούτε καν μιλούσε
είχε το νού του στο Θεό
σ'αυτήν που αγαπούσε
Βρέθηκε ξαπλωμένος
σε έρημη παραλία
και είπαν πως αγνάντευε
του ήλιου τη μαγεία
Και με το βλέμμα απέραντο
να βλέπει προς το μέλλον
μα δίχως φίλους και έχθρούς
μα μήτε και καθρέφτες
Ένα παιδι ξεκίνησε
για να τον συναντήσει
να μάθει τ' ήτανε αυτό
που θα τον συγκλονίσει
Η ακρογιαλιά του θύμιζε
της μάνας του αγκάλι
κι ο ήλιος αστραφτερός
πατέρα του καμάρι
Κι οι πέτρες πού 'ταν γαλανές
και κόκκινες και μαύρες
του θύμιζαν τους αδελφούς
παλιούς ψαγμένους χάρτες
Χάρτες που κοσμογύρισε
με του Θεού τα πόδια
πού ήταν μόνο δανεικά
για άλλα δύο χρόνια
Ντυμένος μες τα κάτασπρα
και με σοφού καπέλο
στο κύμα μέσα χώθηκε
να πα' να βρεί το τέλος
Τέλος που ήταν μαγικό
Τέλος που ειν'αληθινό
και τους γονείς του γνώρισε
στ'απεραντο κενο
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|