| Τη νύχτα τα κύματα με πλησιάσανε,
μέσα μου κέντησαν μ' αφρούς δυο αστέρια,
θυμάμαι άπλωσα τα χέρια
προς τους ανθρώπους που γελάσανε,
σ' όλους εκείνους που δε σπάσανε
όταν τους κοψαν τη χαρά τους με νυστέρια
όταν στο δρόμο, τους σκοτωσαν περιστέρια
γιατί ήξεραν ακόμη πως δε χάσανε,
πως με τους φίλους τους περίμεναν νυχτέρια,
πάνω στην άμμο να περάσουνε χιλιάδες καλοκαίρια,
πως των εχθρών τους σκουριάσαν τα μαχαίρια
και τα όπλα τους που 'κρύβαν τόσα χρόνια πως χαλάσανε.
Τη μέρα η θάλασσα με το τραγούδι της με ξύπνησε
πριν να στεγνώσουν 'μπλέξαν με τα δάκρυα οι σταγόνες
και το παιδί που κρύβω μέσα μου μου ζήτησε
αυτοί που το βασάνιζε το βράδυ και ξαγρύπνησε:
Πότε να μην τ' αφήσω μόνο στους τυφώνες,
να το προσέχω για ολόκληρους αιώνες.
Τότε κατάλαβα πως η καρδιά μου νίκησε.
[I]“Μη φοβάσαι” [/I]απ' το στόμα μου ήχησε.
Κατάλαβα πως άξιζαν οι κόποι κι οι αγώνες,
πως το παιδί θα ζήταγε καιρό ιστορίες με γοργόνες
κι έτσι ξανά κι αυτό δεν ανησύχησε.
Του 'πα πως πάντα θα του λέω παραμύθια
με δράκους, ξωτικά, νεράιδες κι ιππότες
για να 'ναι πάντα όμορφες οι σκέψεις του οι πρώτες
κι ας το πονάει αργότερα η αλήθεια.
Του 'πα πως δε θα χρειαστεί ποτέ βοήθεια
πως θα του δίνω στις βροχές τις πιο καλές του μπότες
πως κάθε του όνειρο θα λούζεται σε νότες
κι ότι πότε δε θα του γίνει η αγάπη μια συνήθεια
θα είναι πάντα 'όμορφες του καραβιού του οι ρότες
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|