| Πίσω απ’ τα βουνά οι ματιές σου, ανυπότακτες
δεν την κοίταγες τη νύχτα μα την ρώταγες
μισοφέγγαρου ναυάγιο η γαλήνη σου
έσβηνα κι εγώ σαν άστρο στην οδύνη σου.
Μες την κούπα η συμπόνια και στα χέρια σου
νύχτα χάνω τα σημάδια και τ’ αστέρια σου
θλίψη έφερνε ο αιώνας και με κέρναγες
δεν περνούσανε οι μέρες και τις μέτραγες.
Ίδιο πρόσωπο η σελήνη κι η σιωπή /μας
να γεμίσει, να γελάσει, να κρυφτεί
ή [που γεμίζει ν' ακουστεί η προσταγή /μας]
να μη σμίξουνε οι σκέψεις κι οι σκιές
στα φαράγγια στα σκοτάδια στις σπηλιές.
Λέξη που την προσκυνούσες στη φανέρωνα
στη φωτιά η πρώτη λάμψη σαν ξημέρωμα
τις στοργές σου προσπερνούσα και μας καίγανε
στέγες και ψυχές κι αγάπες μόνες δένανε.
Κώδικες χαμένων κόσμων και κλειδιά
λήθη περασμένων νόμων και φθορά
μη με μαρτυρήσεις φως μου μη με δεις
και την λέξη που στην είπα μην την πεις.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|