| Αμύητες προδόθηκαν ματιές ανατολής
σε μια σκυτάλη μυστικά θλιμμένης γης
πύλες, περάσματα, της δύσης απειλές
ψηλές συχνότητες κι οι ανάσες μας δειλές.
Σε ένα κράτος, μια ιδέα ο δραπέτης
λευκή σημαία της ειρήνης μου επαίτης
στη γη γονάτισα κι η ατέλειωτη βροχή
σκέπασε πάλι την παγκόσμια ιαχή.
Σ’ ενός πλανήτη γερασμένου τις ρυτίδες
πεζός βαδίζω με φθαρμένες παρωπίδες
σ’ ενός πλανήτη την αθάνατη καρδιά
ένας μικρός τυμπανιστής μετρά λεπτά.
Ενός κινδύνου ονειρικού μια αυταπάτη
τρία παιδιά, εγώ, εσύ και μιαν αγάπη
δυο πεζοπόροι κι ο μικρός τυμπανιστής
κοιτώ ψηλά, κοίτα μακριά, γίν’ αφανής..
Στα χείλη ο ψίθυρος μονιάζει εχθρό
ύμνος ανίσχυρος στον πανικό
αργό το ξύπνημα με το φιλί
αργό περπάτημα
λιωμένοι οι πάπυροι, βρεγμένη η γη.
Σε αφύλακτες διαβάσεις σκέψεις μοίραζαν…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|