|
| Ο Τελευταίος Χορός (μέρος Πρώτο) | | | Αφιερωμένο σε μια γυναίκα που πεθαίνει από καρκίνο.. | | Σκοτάδι.. Μια παγωμένη καταχνιά που περόνιαζε κάθε σκέψη. Μια ψύχρα που πάγωνε το νου..
Πόνος.. Συνεχής, αδυσώπητος, σαν παγωμένη φωτιά να κατατρώει τα σωθικά της.. Αβάσταχτος μέχρι να νιώσει το ευλογημένο τσίμπημα στο χέρι. Μέχρι να της κολλήσουν εκείνο το τσιρότο σ ότι απέμεινε απ το στήθος της..
Ανάσα.. Να μη μπορείς ν αναπνεύσεις.. Σαν τότες που ήτανε παιδί και έπαιζε εκείνο το παιχνίδι στη θάλασσα. Να βουτάει όσο πιο βαθιά μπορούσε και μετά να κοιτά την επιφάνεια να στραφτοκοπά απ τον ήλιο. Και να ανεβαίνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς τα πάνω.. Και η επιφάνεια να μοιάζει τόσο μακρινή. Και μετά να πετάγετε πάνω απ το νερό σα νεογέννητο δελφινάκι, και να ρουφά με λαχτάρα τον αέρα στα πνευμόνια της, αχόρταγα. Και να ναι τόσο γλυκός..
Μονάχα που πια η επιφάνεια είναι σκοτεινή, και το νερό θολό.. Και όσο προσπαθεί να τη φτάσει, τόσο θαρρείς κι απομακρύνεται.. Κάθε ανάσα βάσανο.. Σα να πνίγεται στη στεριά..
Χρόνος.. Εκείνος που της φαινόταν σαν ένα ατέλειωτο ποτάμι, σαν είχε την υγειά της. Από κείνα τα καταγάλανα που κελάρυζαν και τραγουδάγανε χαρούμενους σκοπούς. Και ψιθύριζαν υποσχέσεις για το αύριο. Εκείνο το αύριο το γαλήνιο, το μες το φως λουσμένο που από παιδί της τάζανε και πάντα ονειρευόταν.. Μα σαν ξέρεις πως ο χρόνος τελειώνει.. Τότε το ποτάμι ρυάκι γίνεται.. Και όλο πιο αργά σαν να κυλά.. Σα να θέλει να σου πει πως θα τελειώσει..
Και αρχίζει το μέτρημα. Τα αντίστροφο, τα αδυσώπητο. Των μηνών, που γίνονται βδομάδες, και μέρες και λεπτά. Και κάθε δευτερόλεπτο, σαν καμπάνα πένθιμη ηχεί. Κι οι χτύποι την πάνε στο τέλος πιο κοντά. Και καταλάβαινε πια, πως έτσι ήταν πάντα. Μονάχα που σαν το τέλος δεν γνωρίζεις πότε θα δεις, τότε δεν ακούς την καμπάνα. Κι ας υπάρχει απ τα γεννοφάσκια μες τον καθένα. Κι ας χτυπά μαζί με την καρδιά του. Νομίζεις πως για πάντα θα ζήσεις. Όπως και κείνη νόμιζε σφαλερά, πως χρόνο θα χει πάντα..
Και κάπου εκεί κλωθογυρνάν οι αναμνήσεις. Από στιγμές χαρούμενες, στιγμές που ένοιωθε κι αυτή τι θα πει ευτυχία. Γαλήνη που πλημμυρίζει το σώμα και το νου. Στιγμές, εικόνες, άνθρωποι, αγάπη..
Ναι τότε το νοιώθει βαθιά, σαν απ αγάπη η καρδιά ήταν πλημμυρισμένη.. Σαν τα φτιασίδια του κόσμου που της μάθανε πως ζούσε είχε πετάξει.. Όταν είχε αφήσει την καρδιά να δείξει στο μυαλό τι αληθινά αξίζει. Σαν τότες που πρωτάκουσε το κλάμα της κορούλας της, σαν την πρωτοπήρε αγκαλιά. Σαν την καμάρωνε να κάνει τα πρώτα βήματα. Σαν εκείνες τις στιγμές που μοιάζουνε με ηλιοβασίλεμα στις διακοπές, εκείνες που μπορεί κανείς να νιώσει για λιγάκι κάποιο κομμάτι της Αλήθειας.. Πως οι «διακοπές» είναι η ζωή και η «ζωή» που μας μάθανε διακόπτεται για μήνες και για χρόνια.. Μια και σ αυτό που λένε διακοπές σταματάμε ν αφουγκραστούμε, να δούμε, να νοιώσουμε. Και το ποτάμι κυλά και δε γυρνά..
Μετάνοια.. Της μάθανε πως το να μετανιώνει ειν’ κακό, μια και δε μπορεί να τα αλλάξει.. Μονάχα που μες αυτή την καταχνιά κατάλαβε πως τα πιο πολλά μαθήματα, ανθρώπων «σοβαρών», και «επιστημόνων» και καλά διακεκριμένων, πιο λίγη αξία κι από σανό είχανε.. Γιατί το σανό μπορεί να το φάει και κανένα γαϊδούρι, που έχει απείρως μεγαλύτερη ανθρωπιά από κάτι τέτοια δίποδα..
Λεφτά λέει και «καλοπέραση» να ζητάς. Να τρέχεις να δουλεύεις για να πάρεις, να πάρεις, να πάρεις.. Ναι και τώρα..; Να τα πάρει να τα πάει που..; Και τώρα το νοιώθε στο πετσί της εκείνο που είχε ακούσει παλιά για κάτι πλούσια αχόρταγα κοράκια, που σαν τα άλλα όρνια ξεσκίζανε ζωές και γη και δέντρα και νερά για να μαζέψουνε κι άλλα λεφτά στη τσέπη.. Και το πίστευε από τότε, μα τώρα πια το ζούσε.. Εκείνο το «έχεις δει κανέναν να τα παίρνει μαζί του..;…;»
Ευτυχώς είχε την κορούλα της, που την άκουγε κάποιες φορές να της μιλά σαν γλύκαινε ο πόνος… Κι ευχαριστούσε το Θεό που την αξίωσε να ζήσει ένα απ αυτά που στη ζωή αξίζουν..
Μα μετάνιωνε.. Για όσα ήθελε να κάνει και δεν έκανε.. Για όνειρα μεγάλα και ακόμα πιο πολύ για τα μικρά, που ανέβαλε.. Μια και που νόμιζε πως χρόνο πάντα θα χει.. Και για πράγματα που έκανε επίσης.. Για τον πατέρα της κορούλας της, που είχανε χωρίσει.. Και μ άσχημο τρόπο.. Ναι ζευγάρι ήτανε.. Και φταίγανε κι δυο, μια κι έτσι πάει στις σχέσεις..
Μα κείνη το δικό της το φταίξιμο ξεδιάλεγε εκείνη δα την ώρα. Γιατί όπως κι αν έγινε ήξερε μέσα της.. Πως θα μπορούσε να ναι αλλιώς.. Αν μπορούσανε να δούνε αυτό που αξίζει πραγματικά.. Κι όχι εκείνα τα ασήμαντα που τους μάθανε να βλέπουν..
Δίπλα της ήτανε την ώρα τη στερνή. Κι ας μην τον υποχρέωνε κανείς, παρά μονάχα η καρδιά του..
Η ανάσα πιο βαριά, ο αέρας να καίει σα φωτιά..
Τα φώτα να θαμπώνουν πιο πολύ..
Το σώμα να μη νιώθει..
Το σκοτάδι πιο πηχτό..
Και το μυαλό να ψιθυρίζει, αυτό λοιπόν ήταν..; Όλα αυτά τα όνειρα, οι σκέψεις οι αισθήσεις, όλο αυτό το μεγαλείο κι η τραγωδία του να είσαι άνθρωπος, βουλιάζουνε μες αυτό το ανέσπερο σκοτάδι..; Της νυχτιάς που ούτε ένα αστέρι δε φωτίζει..; Στο τίποτα..;
Συνεχίζεται...
Δευτέρα 13/10/08
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| Ότι μπορεί κανείς να ονειρευτεί δεν είναι ποτέ χαμένο | | |
|
Νεφελοβάτης 16-10-2008 @ 12:33 | Επειδή είναι λίγο μεγάλο σαν κείμενο, για τα δεδομένα του site, προτίμησα να το βάλω σε δύο συνέχειες. Σήμερα και αύριο λοιπόν.. | | **Ηώς** 16-10-2008 @ 12:54 | Και μόνο η αφιέρωσή σου δείχνει την ευαισθησία σου και την ανθρωπιά σ'όλους αυτούς τους ανθρώπους που βασανίζονται από την επάρατο αυτή νόσο! είναι κι αυτός ένας αξιέπαινος τρόπος να στεκόμαστε κοντά τους!....ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ! σ'ευχαριστώ για τα όμορφα σχόλιά!
::hug.:: ::hug.:: ::kiss.:: | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|