| οι ωρες που περνουανε του θρεφανε την πλανη
μετεωρα του συμπαντος να ψαξει και να βρει
τη δυναμη που ατρωτο στη θλιψη θα τον κανει
στα συννεφα που στελνουνε στα ματια του οι καιροι
μετραει τα αμετρητα βαφτιζει τα χαμενα
και μ ενα κιαλι ψευτικο τα παρακολουθει
το βραδυ να αναβουνε της μερας τα σβησμενα
το χερι πως του απλωνουνε και τα ακολουθει
στα σιγουρο το δρομο του θα φερουνε νομιζει
την λυση που δε μπορεσε στον κοσο πουθενα
στο ονειρο προσευχεται σιγα του και ελπιζει
σε λεξεις και ανεμελα βιωματα κοινα
περασανε αμετρητα φεγγαρια και γεμισαν
αδειασανε κρυφτηκανε στα μαυρα τους νερα
του γερου τα οραματα θεριεψαν και αρχισαν
να βγαζουνε τα κερατα τα δοντια και φτερα
κι ενω αυτος ατενιζε δεμενος στο μπαλκονι
με ενα κιαλι ψευτικο τη νυχτα απο μακρια
στην πτωση του αφεθηκε νιφαδα απο χιονι
που λιωνει κι αργοχανεται πριν πεσει στη στερια
τα χρονια που τον βρηκανε ακινητο κει πανω
δε ξερω πια στα σιγουρα ποσα ταν να σας πω
στο θεαμα του σκιαχτρου του συχνα πυκα τα χανω
φοβαμαι απο τα νυχια του κι εγω να μην κοπω
το μονο που με τανηξε εκει που μουν ριγμενος
πως ενα βραδυ εκπληκτος κοιταξε τα ψηλα
ο χρονος παλι ανεπνευσε κι αυτος απορημενος
κι ενωσα το αιμα μου στις φλεβες να κυλα
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|