| Τόσο βιαστικά λόγια
μάταια επιπόλαια λόγια
ριγμένα απ' την στέγη
κι από την αφροσύνη.
Κι επιθυμίες κι όνειρα
σα τσαλακωμένα καπέλα.
Ξεκρεμάς μια μέρα τον εαυτό σου
δεν έχεις άλλον
'δεν σας τον δίνω' λες
φεύγεις για να συναντήσεις
κείνο τον ξένο που σουν στα δεκαεπτά σου.
Έχεις κάνει έναν κύκλο
κι όπως ζυγίζονται οι ώρες
ζυγίζεται η ζωήσου
ξέρεις καλά πως αν δεν υπήρχε ο φόβος
δεν θα υπήρχε τίποτε.
Κι εχεις χοντρά παπάρια
αποχτημένα με κόπο
κι είναι εκεί γραμμένοι όλοι
με ονοματεπώνυμο.
Επιτέλους σε αφήκαν ήσυχο οι λωποδύτες
και ξέρεις ότι κανείς δεν ξέρει
γνώση αποχτημένη με το ξυράφι
γιατί πάντα ο άλλος κράταγε ένα ξυράφι
και για να μη τα πολυλογώ
γεννηθήκαμε φαίνεται
όταν είχαν σβήσει όλα τα φώτα
κι έπρεπε να βρείς κάτι ψαχουλευτά -τι αλήθεια;
γιατί η ' ΄΄εξοδος' ο 'θησαυρός' το 'νόημα'
είναι μονάχα ονόματα
κι οπωσδήποτε κάτι θα βρείς
-χα χα εδώ έγκειται όλο
το μυστήριο χιούμορ της ζωής-
επρόκειτο πάντα γιά μια έκπληξη.
Εξαιρούνται βέβαι όσοι δε βρίσκουν τίποτε
-οι περισσότεροι.
Δεν έψαξαν άλλωστε
κι έτσι είχαν ό,τι ζήτησαν.
Κι όπως είπε κι ή μάνα μουγια τον παππού μου
που έφαγε μια μακαρονάδα πριν ρευτεί και πεθάνει:
πεθάνανε ευχαριστημένοι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|