| Το δροσερό σου το κορμί θυμάμαι,
Να μπλέκεται στα μαύρα μου σεντόνια.
Με υπνώτιζες με χάδια, να κοιμάμαι,
Όμοια Αγία που τη στοίχειωσαν δαιμόνια.
Στο βλέμμα σου ξαπόσταινε η ηδονή,
Και στους μηρούς σου η φλόγα της αγάπης.
Με το Άγιο φως σου να μου ανάβεις το κερί,
Κόντρα στη νύχτα και το σκοτεινό άγγιγμά της.
Έλεγες λίγα, μα όσα ξέρω είναι από εσένα,
Τις ώρες τις μεγάλες, της σιωπής.
Εσύ που αφέθηκες στα χέρια μου, παρθένα,
Από τους ανίερους τους πόθους της ζωής.
Ήθελες πάντοτε ένα όνειρο γαλάζιο,
Να σου περάσω σαν κορδέλα στα μαλλιά.
Για να σε βρίσκω τις στιγμές που θα σπαράζω,
Καθώς η θλίψη με δαγκώνει δυνατά.
Με αγκάλιαζες σφιχτά και έμοιαζες μάνα,
Να μην αισθάνομαι ορφανός, σε αυτή τη γη.
Και μου ψιθύριζες στο αυτί, τραγούδια πλάνα,
Όταν αργούσε να έρθει η επόμενη αυγή.
Μια νύχτα του Αυγούστου είχα μεθύσει,
Απ' το στερνό σου το φιλί και από ουίσκι.
Και πριν ο ήλιος να φανεί με είχα μισήσει,
Που σε απαρνήθηκα, για κάποια oδαλίσκη.
Τώρα σε ξεχωρίζω απ' τις πληγές,
Που άνοιξα στο σώμα σου με βία.
Και τις χαμένες δίδυμές τους αδελφές,
Πάνω στο σώμα μου, χαράζω, με μανία.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 7
| | | | | | |
|