| [I][B]Θα απαντήσω για σένα, εσένα που κάθεσαι με τις ώρες και με κοιτάζεις κρυμμένη πίσω απ’ τις μοβ κουρτίνες, αγκιστρωμένη μέσα στον πολύχρωμο κόσμο σου.
Θα απαντήσω για μένα, αφού σου δείξω το δρόμο της μελαγχολίας.
Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις νεκρός, ανήμπορος, κουρασμένος επιβάτης ενός τρένου που αποκοιμήθηκε στο βαγόνι.
Υπάρχουν γύρω σου ερινύες που σε κάνουν να γυρίζεις με τα μάτια πίσω στο παρελθόν σου, να αντικρίζεις την πραγματικότητα κι ύστερα να επιστρέφεις το βλέμμα στο πάτωμα κι όχι στον ουρανό.
Γιατί;
Ξέρεις πως έφταιξες, ξέρεις πως έφταιξα, γνωρίζεις πως είσαι άνθρωπος και πως κοντά σου δεν μπορείς να ζεστάνεις ένα πληγωμένο πουλί κάτω απ’ τις φτερούγες σου.
Δεν είσαι λουλούδι, δεν είμαι τραγούδι να το πεις κι ύστερα να το λησμονήσεις.
Δεν είσαι, δεν είμαι τίποτα παραπάνω απ’ αυτό που είναι ένας οποιοσδήποτε άλλος σαν εμένα.
Και ξέρεις γιατί;
Γιατί κλαίω, γελάω, μαθαίνω, φωνάζω, αντιδρώ, θλίβομαι, περπατάω στραβά σε μια ευθεία που τέμνεται με τη δική σου.
Κι όταν οι ευθείες μας συναντηθούν, κάπου θα τρακάρουμε.
Θα συμπεράνω πως δεν έμαθες ποτέ τι σημαίνει πνευματικός θάνατος, αρρώστια της ψυχής, χάσιμο της ισορροπίας, μέθη, ανασφάλεια.
Πως δεν βρέθηκες ποτέ μέσα σ’ ένα τούνελ χωρίς διέξοδο, όπου τα πόδια σου σέρνονται στο χώμα.
Ζητάς βοήθεια από περαστικούς κι αυτοί σε γράφουν στ’ αρχίδια τους.
Άρρωστος, μ’ ένα κεφάλι κολλημένο στο χώμα να κοιτάζεις και να εξετάζεις το παρελθόν σου.
Μου λες σβήστο, πέθανε, είναι νεκρό.
Είμαι νεκρός για σένα, φτάνει αυτό.
Ο ζωντανός έχει φωνή, έχει δικαίωμα να ζήσει ρε πούστη μου ο ζωντανός, να γεννηθεί ξανά, έστω απ’ τα λάθη του, να πάρει πατερίτσα, χάπια.
Έστω κι ανάπηρος ακόμα, έχει δύναμη να σηκωθεί από το χώμα που ‘πεσε.
Τι με κοιτάζεις, δε βαρέθηκες;
Θα περιμένεις πολύ ακόμα για κάτι που ποτέ δε θα γίνει;
Δεν εννοώ εμάς, εννοώ τη δική μου ανάσταση.
Θέλεις να βοηθήσεις ε; Ποιον; Τον τυφλό να ξαναβρεί το φως του;
Δε βαρέθηκες ακόμα ρε Μαρία να κρατάς τη φλόγα αναμμένη, περιμένοντας κρυμμένη πίσω από τις στάχτες μου.
Πέθανα. Με κάψανε.
Αυτοκτόνησα, καταστράφηκα, έλιωσαν τα κόκκαλα μου, με έβαλαν στο χωνευτήρι κι ακόμα σου γράφω.
Κι αν αυτό δε λέγεται αγάπη, ονόμασέ το εσύ όπως αγαπάς…[/B][/I]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|