| Δεν είν' για μένα εύκολο
την επαφή να χάσω
της Σύμης τα εθίματα
να σβήσω, να ξεχάσω.
Τα πανηγύρια, τις γιορτές
μ'ακούμια, καφέδακι
που τα τοιμάτζουν Συμιακές
με κκέφι και μεράκι.
Τα βράδια εποσπερίτζαμε,
να πούμε τα δικά μας
με ιστορίες, χωρατά
έπαιρεν η καρδιά μας.
Στον 'Αι Θανάση δυό του Μά,
τον Κουκκουμά θα βγάλου
να δουν και οι ελεύθερες
εκείνον που θα πάρου.
Αποκριές; ρυτζόαλα
ταψιά, μακκαρουνάδες
οι καφενέδες γέμιτζαν
με τσούρμο μασκαράδες.
Με τα κουλούρια τα πολλά
εγίμωνναν οι σάλες
εσκλήβωναν και έπλατταν
κοράκια και μεάλες.
Και το Μεγάλο Σάββατο
το 'περευλογημένο,
παίραν οι νύφες στους γονείς
πανιέρι στολισμένο.
Με προξενιό τελείωναν
δουλειές προσγειωμένες
κι εκάμναν οικογένειες
πολύ ευτυχισμένες.
Ο γάμος με τα όργανα
με τρόμπα και σαντούρι
και με βιολλί επαίνευγαν
τους νιόπαντρους για γούρι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|